Ένα τραγούδι για δύσκολους καιρούς
33 1 Η Σιβόν Κλαρκ ξύπνησε από ένα μήνυμα του Ρέμπους, αλ λά σκέφτηκε ότι μπορεί να περιμένει μέχρι να φτιάξει καφέ. Ήταν μόλις εφτά και ο Γκρέιαμ Σάδερλαντ είχε φύγει ήδη. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να την ανησυχεί αυτή η ικανό τητά του να ντύνεται και να φεύγει χωρίς να τον αντιληφθεί, σαν να ήταν νίντζα. «Θα μπορούσε να μου φτιάξει κάτι να πιω, όμως...» Γύρισε στην κρεβατοκάμαρα, ακόμη με τις πιτζάμες της και με τις παλάμες τυλιγμένες γύρω από την κούπα του καφέ. Την άφησε στο κομοδίνο, πήρε το κινητό και το άνοιξε. Μια μεγάλη χάρη. Πρόσεχε τον Μπρίλο σήμερα. Το κλει- δί κάτω από το μισό τούβλο δίπλα στην εξώπορτα. Θα τα πούμε αργότερα . «Τι στην ευχή;» Η Κλαρκ κάθισε στην άκρη του ζεστού ακόμη κρεβατιού και του τηλεφώνησε. «Οδηγώ και δεν θέλω να μου κόψουν κλήση» την προειδο ποίησε ο Ρέμπους. Το παλιό του Σάαμπ δεν είχε ασύρματη σύνδεση. Η Σιβόν άκουγε τη μηχανή να μουγκρίζει. «Πού έπιασε φωτιά;» «Ο σύντροφος της Σαμάνθα εξαφανίστηκε». «Και πας στο Τονγκ;» «Όχι ακριβώς. Πριν από δύο χρόνια μετακόμισαν στο δι πλανό χωριό». «Και πιστεύεις ότι το καβουρντιστήρι σου θα τα βγάλει πέρα;» «Κόντεψα να σου ζητήσω να δανειστώ το δικό σου». «Και γιατί δεν το ζήτησες;» «Ήταν πέντε η ώρα το πρωί. Δεν θα σου άρεσε και τόσο».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=