Ένα παιδί μετράει κεφάλια

24 ΒΑΣΙΛΗΣ Ι. ΤΖΑΝΑΚΑΡΗΣ τωπο, το στόμα, και δεν είπε λέξη. Mόνο βοήθησε να ανοίξει το κάτασπρο πανί που είχε φέρει μαζί της και να τυλίξει σ’ αυτό το κεφάλι του Oρέστη. Ύστερα ανασηκώθηκε με κόπο, το έσφιξε και με τα δύο της χέρια πάνω στο στήθος και χάθηκε μέσα στο σπάταλο φως του ήλιου. Άλαλο είχε μείνει το πλήθος. Άλαλοι και οι χω- ροφύλακες. Mόνο όταν η δασκάλα είχε φτάσει σχε- δόν στη μέση της πλατείας, ο επικεφαλής τούς έβγαλε ένα μικρό τεφτέρι, σαν εκείνα με τα οποία η μάνα του Στέφανου ψώνιζε τα χρειαζούμενα, και κάτι σημείωσε βιαστικά στις σελίδες του. Πολύ αργά το απόγευμα κατασυγχυσμένη η Mά- ρω, η μάνα του, τον ρώτησε, όταν τον είδε να μπαί- νει στο μικρό τους σαλόνι, πού τριγύριζε όλη μέρα και δεν έλεγε να συμμαζευτεί. «Eίχαν φέρει κάτι κομμένα κεφάλια στην πλα- τεία, είκοσι έξι κεφάλια...» είπε εκείνος σκεφτικός και ύστερα σαν κάτι να θυμήθηκε: «Όχι, έκανα λάθος, στην αρχή ήταν είκοσι εφτά, αλλά ήρθε κατά το μεσημέρι η κυρία Eκάβη, η δα- σκάλα, και πήρε το δικό της» είπε ζυγώνοντας στο παράθυρο. Έξω είχε αρχίσει να πέφτει ένα θλιβερό σκοτάδι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=