Ένα παιδί μετράει κεφάλια

20 ΒΑΣΙΛΗΣ Ι. ΤΖΑΝΑΚΑΡΗΣ «...Πέντε, έξι, εφτά, οκτώ...». Eπέλεγε το χρώμα των μαλλιών –ξανθά, μαύρα, καστανά–, αν είχαν μικρά ή μεγάλα γένια, ξεχώρι- ζε όσα είχαν τα μάτια τους ανοιχτά ή κλειστά: «...Eννέα, δέκα, έντεκα, δώδεκα...». Aλλά όσο κι αν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί, κάποια αδέσποτη κουβέντα, ένα σπρώξιμο, κάποιος που έμπαινε μπροστά τού αποσπούσαν την προσο- χή. Tη στιγμή που έφτανε στον αριθμό είκοσι τέσ- σερα άκουσε λεπτομέρειες για την ενέδρα του στρατού και το μπλοκάρισμα της μεγάλης αντάρτι- κης ομάδας, που τη διέλυσαν οι τουρτούρες των φαντάρων. Μόνο που αυτό το τελευταίο δεν το πο- λυκατάλαβε, καθώς το μυαλό του το μπέρδευε με το τουρτούρισμα που ένιωθε αυτός από το κρύο τις χειμωνιάτικες μέρες, ιδίως τα πρωινά που ξεκινού- σε για το σχολείο. Γι’ αυτό και κάθε τόσο ξαναγυρνούσε στη βασα- νιστική του προσπάθεια. Tα αίματα στα κομμένα κεφάλια είχαν ξεραθεί, είχαν μαυρίσει, τα περισσό- τερα πρόσωπα είχαν φουσκώσει, άλλαξαν χρώμα, έγιναν μαβιά. Kι εκείνη η γλυκερή, απαίσια μυρου- διά. A! Εκείνη η μυρουδιά θα τον κυνηγούσε για πολλές μέρες αργότερα, λες και είχε κολλήσει επά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=