Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα: 1934-1944

20 ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ ραδοχή συχνά ανομολόγητη. Ανομολόγητη παραμένει συχνά η σκέψη ότι εντέλει γεννιόμαστε για να ξεχαστού- με, και είναι αυτή η σκέψη που ωθεί στην εξόρυξη των κοιτασμάτων της μνήμης. Περισσότερο από καθετί άλλο είναι ένα έναυσμα για μια οριοθέτηση του εαυτού στη χοά­ νη του χρόνου. Με συγκινεί η σκέψη ότι ένα παιδί κρατούσε ημερολόγιο στην Αθήνα της Κατοχής. Περισσότερο και από όσα μπορώ να διαβάσω και από όσα μπορώ να κρατήσω ως σημαντικά για τη δημόσια πλέον ιστορία, στέκομαι στο έναυσμα, στη στόχευση, στην ιεροτελεστία, στο τελετουργικό της γρα- φής. Αναρωτιέμαι συχνά τι είδους τεκμήρια σε φυσική μορφή θα βρουν οι επερχόμενες γενιές και αν τα τεκμήρια αυτά θα ενδιαφέρουν ή θα συγκινούν. Για τις γενιές που ενηλικιώθηκαν στην εποχή πριν από το διαδίκτυο, η ύπαρξη φυσικών τεκμηρίων, καταλοίπων, σε κάθε μορφή, είναι απολύτως φυσιολογική και αναμε- νόμενη συνθήκη. Η μνήμη ορίζεται από το συναίσθημα που γεννά αυτή η πεποίθηση, ότι δηλαδή θα υπάρξει μια σκυταλοδρομία παράδοσης κειμηλίων από τη μια γενιά στην άλλη. Είναι μια αντίληψη που διατρέχει την ιστορία του πολιτισμού. Και, από την άλλη, είναι μια επιβεβαίωση πως αυτό που πέρασε άφησε ίχνη, που και αυτά υπόκεινται στους νόμους της φθοράς.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=