Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα: 1934-1944

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. 1934-1944 19 Και ίσως και τα δικά μας ιστορικά ορόσημα, ανάμεσά τους η πανδημία του κορονοϊού –αυτή ίσως πιο πολύ από καθετί άλλο–, να ορίζουν τις νέες αφετηρίες, να βαθαίνουν τις παλιές ρήξεις, να ανοίγουν τα νέα χάσματα, που και αυτά είναι αναγκαία, να ξεθωριάζουν τις περασμένες επο- χές που γλιστρούν προς τα πίσω. Τόσο απλά, ο κόσμος γυρίζει και οι γενιές οι περασμένες συνωθούνται στα με- τόπισθεν, εξαϋλώνονται, λησμονιούνται. Οι μεγάλες αφηγήσεις είναι υποκειμενικές. Αλλά και οι ελάσσονες, οι μικρές, αυτές που ξεχάστηκαν σε τετράδια, τεφτέρια, κατάστιχα, κόλες διαγωνίσματος, φύλλα αλλη- λογραφίας. Όπως όσα άφησε ο πατέρας μου με το μολύβι του και τα ανορθόγραφα γράμματά του και αργότερα με το καφετί μελάνι και την καλλιγραφία του γυμνασιόπαιδα. Όλες οι αφηγήσεις όμως, είτε είναι αυθόρμητες και αβία- στες είτε προσεκτικά σχεδιασμένες, βάφονται με το χρώ- μα του συναισθήματος, ακόμα και όταν τεκμηριώνονται ως αντικειμενικές. Είναι –συχνά– απέλπιδες προσπάθειες επιβίωσης σε τοπία λήθης, σε αχανή πεδία μετά τη μάχη, με τα άλογα σφαγιασμένα και αυτά. Αυτές οι απεγνωσμέ- νες απόπειρες αναστήλωσης των όποιων λειψάνων έχουν κάτι αδιόρατα φωτεινό μέσα στην πένθιμη ιεροτελεστία τους. Γαντζώνονται από την πεποίθηση ότι ο χρόνος δεν θα επέλθει σαρωτικός. Είναι όμως αυτή η ενδόμυχη πα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=