Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα: 1934-1944

15 Την Πρωτοχρονιά του 1942 η Αθήνα ξύπνησε χιονισμένη. Τη νύχτα είχε πέσει χιόνι και το πρωί βρήκε την πόλη λευ- κή. Οι νιφάδες είχαν σκεπάσει τους ψιθύρους, η σιωπή είχε τυλίξει τα δέντρα. Ένα παιδί, αγουροξυπνημένο από τον βαθύ ύπνο, είχε βγει από τα σκεπάσματα που ζέσταινε με το σώμα του, είχε αφήσει το κρεβάτι του, είχε πατήσει το παγωμένο μωσαϊκό με τα γυμνά πόδια του και είχε τρέ- ξει προς το παράθυρο. Πίσω από τη διάφανη κουρτίνα τα πάντα ήταν λευκά. «Χιόνι!» αναφώνησε. Και αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση για το 1942. Ήταν μια σκέψη που έφερνε χαρά, γιατί το χιόνι είναι χαρά, ιδίως όταν είσαι παιδί. Το χιόνι είναι ωραίο, το χιόνι είναι ελεύ- θερο. Οι νιφάδες πετούν και πέφτουν όπου θέλουν, ασπρί- ζουν τα γερασμένα κεραμίδια, παγώνουν τις γκρίζες ταρά- τσες, πασπαλίζουν τα πεύκα και τα κυπαρίσσια. Η κουρ- τίνα δεν εμπόδιζε πλέον τη θέα στο χιονισμένο οικόπεδο. Από το παράθυρο έβλεπε έξω. «Χιόνι!» αναφώνησε. Ύστερα από λίγο θα καθόταν στην τραπεζαρία, που ήταν και γραφείο, και με θέα αυτό το ψηλόλιγνο παράθυρο, που έφερνε μέσα στο σπίτι τα χιονισμένα Πατήσια, θα έγραφε με τον κονδυλοφόρο του: «1942. Ο πόλεμος συνε-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=