Ένα κάποιο τέλος

Τ Ζ Ο Υ Λ Ι Α Ν Μ Π Α Ρ Ν Σ 12 δεν αναφέρομαι στις θεωρίες για το πώς κάμπτεται και αναδιπλώνεται ή πώς μπορεί να υπάρχουν κι αλλού παράλ- ληλες εκδοχές του. Όχι, εννοώ τον συνηθισμένο καθημε- ρινό χρόνο, για τον οποίο τα ρολόγια του τοίχου και του χεριού μάς διαβεβαιώνουν ότι κυλά με σταθερό ρυθμό: τικ-τακ, κλικ-κλοκ. Υπάρχει άραγε τίποτε πιο αξιόπιστο από τον λεπτοδείκτη; Κι όμως, αρκεί η παραμικρή χαρά ή πόνος για να μας διδάξουν πόσο εύπλαστος είναι ο χρόνος. Κάποιες συγκινήσεις τον επιταχύνουν, άλλες τον επιβρα- δύνουν και καμιά φορά μοιάζει σαν να έχει χαθεί εντελώς – μέχρι να έρθει τελικά η ώρα που όντως χάνεται οριστικά και δεν επιστρέφει ποτέ. Δεν ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για τα μαθητικά μου χρόνια και δεν αισθάνομαι καμία νοσταλ- γία γι’ αυτά, καθώς όμως το σχολείο είναι το μέρος όπου άρχισαν όλα, είμαι υποχρεωμένος να ανατρέξω επιτροχά- δην σε μερικά περιστατικά που με τον καιρό απέκτησαν ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, σε μερικές θολές αναμνήσεις που ο χρόνος παραμόρφωσε, μετατρέποντάς τες σε βεβαιό­ τητα. Αφού δεν μπορώ πια να είμαι βέβαιος για τα πραγμα- τικά γεγονότα, ας μείνω πιστός στην εντύπωση που άφη- σαν τα συμβάντα αυτά. Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω. Ήμασταν τρεις κι εκείνος έγινε ο τέταρτος. Δεν περιμέναμε ότι θα υπήρχε κάποια προσθήκη στον στενό μας κύκλο· οι παρέες και τα ταιριάσματα είχαν παγιωθεί προ πολλού κι εμείς είχαμε αρχίσει ήδη να φανταζόμαστε την απόδρασή μας από

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=