Ένα κάποιο τέλος
Τ Ζ Ο Υ Λ Ι Α Ν Μ Π Α Ρ Ν Σ 18 της μόδας και διόλου γκόμενες. Δεν υπήρχε επομένως κανέ- νας περισπασμός από τα ανθρώπινα και υιικά μας καθήκο- ντά μας, που ήταν να μελετάμε, να περνάμε στις εξετάσεις, να εκμεταλλευτούμε αυτά τα προσόντα για να βρούμε δου- λειά και μετά να δημιουργήσουμε έναν τρόπο ζωής πληρέ- στερο από των γονιών μας αλλά όχι απειλητικά διαφορετικό, έναν τρόπο ζωής που οι γονείς θα τον ενέκριναν, χωρίς ωστό- σο να παύουν κατ’ ιδίαν να τον συγκρίνουν με τη δική τους προηγούμενη ζωή, που, όντας απλούστερη, ασφαλώς υπε- ρείχε. Φυσικά, τίποτε από αυτά δεν λεγόταν ανοιχτά· ο καθω- σπρέπει κοινωνικός δαρβινισμός της αγγλικής μεσοαστικής τάξης ήταν πάντοτε ανεκδήλωτος. «Αυτοί οι γαμημένοι μπάσταρδοι οι γονείς» παραπονέθη- κε μια Δευτέρα ο Κόλιν, την ώρα του μεσημεριανού φαγη- τού. «Όταν είσαι μικρός τους θεωρείς εντάξει, και μετά συνειδητοποιείς ότι είναι σαν…» «Τον Ερρίκο τον Όγδοο, Κολ;» πρότεινε ο Έιντριαν. Η ειρωνεία του είχε αρχίσει να μας εκνευρίζει, όπως και το γεγονός ότι θα μπορούσε να στραφεί και εναντίον μας. Όποτε μας πείραζε ή μας ανακαλούσε στη σοβαρότητα, εμένα με αποκαλούσε Άντονι, τον Άλεξ, Αλεξάντερ και τον Κόλιν, που το όνομά του δεν είχε πληρέστερη εκδοχή, τον έκοβε σε Κολ. «Εμένα δεν θα με πείραζε αν ο πατέρας μου είχε μισή ντουζίνα συζύγους». «Κι αν ήταν απίστευτα πλούσιος». «Και τον είχε ζωγραφίσει ο Χολμπάιν». «Και είχε ξαποστείλει τον Πάπα».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=