Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν

B E T T Y S M I T H 12 και άδειαζαν τα αναβατόρια τροφίμων από τα σκουπίδια που είχαν μαζευτεί μέσα στη μέρα· ένα προνόμιο που είχαν απο­ κτήσει επειδή η μητέρα της Φράνσι ήταν η θυρωρός. Έπαιρ­ ναν ως λάφυρα τα χαρτιά, τα κουρέλια και τα άδεια μπουκά­ λια. Το χαρτί δεν είχε μεγάλη αξία. Έβγαζαν μόλις μια πένα για τα πέντε κιλά. Τα κουρέλια έπιαναν δύο σεντς το κιλό και το σίδερο τέσσερα. Ο χαλκός ήταν καλός – δέκα σεντς το κιλό. Καμιά φορά η Φράνσι χτυπούσε φλέβα: τον πάτο από κάποιο πεταμένο καζάνι όπου έπλεναν τα ρούχα. Τον αφαι­ ρούσε με ένα ανοιχτήρι κονσέρβας, τον δίπλωνε, τον χτυπού­ σε δυνατά, τον ξαναδίπλωνε και τον ξαναχτυπούσε. Τα πρωινά του Σαββάτου, λίγο μετά τις εννιά, πλήθος παιδιών άρχιζαν να ξεφυτρώνουν απ’ όλους τους παράδρομους στη Λεωφόρο Μανχάταν, τον κεντρικό δρόμο. Ανέβαιναν σι­ γά σιγά τη λεωφόρο μέχρι την οδό Σκόουλς. Κάποια κουβα­ λούσαν στην αγκαλιά τους τα παλιοπράγματα που είχαν μα­ ζέψει. Άλλα είχαν φτιάξει καρότσια από ξύλινα κιβώτια σα­ πουνιού με γερές ξύλινες ρόδες. Και μερικά τα φόρτωναν σε καροτσάκια μωρών. Η Φράνσι και ο Νίλι έβαζαν τα δικά τους σε ένα τσουβάλι από λινάτσα και, πιάνοντας ο καθένας από μια άκρη, το έσερ­ ναν στον δρόμο· ανέβαιναν τη Λεωφόρο Μανχάταν και περ­ νούσαν τηΜάουτζερ, την Τεν Έικ, τη Σταγκ και έφταναν στην οδό Σκόουλς. Όμορφα ονόματα για άσχημους δρόμους. Από κάθε παράδρομο ξεπρόβαλλαν ορδές κουρελιασμένων παιδιών που ενώνονταν με τα υπόλοιπα σχηματίζοντας ένα φουσκω­ μένο ποτάμι. Στη διαδρομή για τον Κάρνεϊ συναντούσαν άλ­ λα παιδιά που γύριζαν με άδεια χέρια. Είχαν πουλήσει την πραμάτεια τους και είχαν ήδη ξοδέψει τα χρήματα. Τώρα κο­ ντοστέκονταν καμαρωτά και κορόιδευαν τα υπόλοιπα παιδιά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=