Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν

Ε Ν Α Δ Ε Ν Τ Ρ Ο Μ Ε Γ Α Λ Ω Ν Ε Ι Σ Τ Ο Μ Π Ρ Ο Υ Κ Λ Ι Ν 33 «Ναι» συμφώνησαν οι άλλοι. «Κι ο γέρος μου είναι ζόρικος» παραδέχτηκε ένα μικρότε­ ρο αγόρι. «Και ποιος νοιάζεται;» ρώτησε αδιάφορα το μεγάλο αγόρι. «Κουβέντα να γίνεται» απολογήθηκε εκείνο. Προχωρούσαν σταματώντας κάθε τόσο για να πάρουν βα­ θιές ανάσες και στα ρουθούνια τους ερχόταν η μυρωδιά από το ρυάκι Νιούταουν, που κυλούσε αργά και βασανιστικά λίγα τετράγωνα παραπάνω, στην οδό Γκραντ. «Θεέ μου, βρομοκοπάει» σχολίασε το μεγάλο αγόρι. «Ναι!» ακούστηκε ο Νίλι βαθιά ικανοποιημένος. «Βάζω στοίχημα ότι είναι η χειρότερη μπόχα του κόσμου» καυχήθηκε ένα άλλο παιδί. «Ναι». Η Φράνσι, συμφωνώντας, ψιθύρισε κι αυτή «Ναι». Ήταν περήφανη γι’ αυτή τη μυρωδιά. Της έδινε να καταλάβει ότι εκεί κοντά έτρεχε νερό, που, όσο βρόμικο κι αν ήταν, ενω­ νόταν με ένα ποτάμι που χυνόταν στη θάλασσα. Για εκείνη τούτη η φοβερή μπόχα θύμιζε πλοία που σάλπαραν στα ξένα και περιπέτειες, και της άρεσε. Ακριβώς τη στιγμή που τα αγόρια έφταναν στην αλάνα, έναν ακανόνιστο ρόμβο από πατημένο χώμα, μια κίτρινη πε­ ταλουδίτσα πέταξε πάνω από τα αγριόχορτα. Με το ένστικτο του ανθρώπου που θέλει να αιχμαλωτίζει ό,τι τρέχει, πετάει, κολυμπάει ή σέρνεται, την κυνήγησαν πετώντας καταπάνω της τις κουρελιασμένες τραγιάσκες τους. Ο Νίλι την έπιασε. Τα αγόρια, αφού της έριξαν μια ματιά, έχασαν γρήγορα το ενδιαφέρον τους και άρχισαν να παίζουν ένα παιχνίδι μπέιζ­ μπολ με τέσσερις παίχτες δικής τους επινόησης. Έπαιζαν με μανία βρίζοντας, ιδροκοπώντας και χτυπώντας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=