Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν

B E T T Y S M I T H 28 φυσούνα του για να παίξει μια βαθιά νότα. Ύστερα σκέφτηκε το ακορντεόν να κλείνει πάλι… να κλείνει… να κλείνει. Ένας τρομερός ακατονόμαστος πανικός την κυρίευσε καθώς συ­ νειδητοποίησε ότι πολλά γλυκά μωράκια σε αυτόν τον κόσμο γεννιούνταν για να καταλήξουν μια μέρα σαν αυτόν τον γέρο άντρα. Έπρεπε να φύγει από εδώ μέσα, αλλιώς θα πάθαινε κι αυτή το ίδιο. Θα γινόταν ξαφνικά μια γριά με ούλα χωρίς δόντια και πόδια που θα αηδίαζαν τον κόσμο. Εκείνη τη στιγμή η δίφυλλη πόρτα πίσω από τον πάγκο άνοιξε με έναν βρόντο, καθώς έμπαινε ένα φορτηγάκι με ψωμιά. Ένας άντρας ήρθε και στάθηκε πίσω από τον πάγκο. Ο οδηγός άρχισε να του πετάει τα ψωμιά κι εκείνος να τα στοιβάζει στον πάγκο. Τα παιδιά στον δρόμο, που είχαν ακού­ σει την πόρτα να ανοίγει, όρμησαν μέσα και στριμώχτηκαν γύρω από τη Φράνσι, που στεκόταν ήδη στον πάγκο. «Θέλω ψωμί!» είπε δυνατά εκείνη. Ένα μεγαλόσωμο κορίτσι τής έριξε μια δυνατή σκουντιά θέλοντας να μάθει ποια νόμιζε ότι ήταν. «Να μη σε νοιάζει! Να μη σε νοιάζει!» της είπε η Φράνσι. «Θέλω έξι καρβέλια και μια πίτα που να μην είναι λιωμένη» φώναξε. Εντυπωσιασμένος από την ένταση της φωνής της, ο άντρας πίσω από τον πάγκο έσπρωξε προς το μέρος της έξι καρβέλια και την πιο καλή από τις παραπεταμένες πίτες παίρνοντας τα είκοσι σεντς της. Καθώς η Φράνσι άνοιγε δρόμο μέσα από το πλήθος, ένα καρβέλι τής έπεσε απ’ τα χέρια και δυσκολεύτη­ κε να το μαζέψει, επειδή δεν υπήρχε χώρος για να σκύψει. Μόλις βγήκε, κάθισε στο κράσπεδο για να βάλει τα ψωμιά και την πίτα στη χαρτοσακούλα. Μια γυναίκα πέρασε τσου­ λώντας ένα καροτσάκι με ένα μωρό. Το μωρό κουνούσε τα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=