Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν

Ε Ν Α Δ Ε Ν Τ Ρ Ο Μ Ε Γ Α Λ Ω Ν Ε Ι Σ Τ Ο Μ Π Ρ Ο Υ Κ Λ Ι Ν 27 να τον έπαιρνε στην αγκαλιά της και, ακουμπώντας το μά­ γουλό της στο κεφαλάκι του, να του έλεγε ότι ήταν το γλυκό μωράκι της. Μπορεί, όταν μεγάλωσε, να ήταν σαν τον αδερ­ φό μου, να μπαινόβγαινε τρέχοντας στο σπίτι κοπανώντας την πόρτα. Και, ενώ η μητέρα του τον μάλωνε, να σκεφτόταν την ίδια στιγμή ότι μπορεί μια μέρα να γινόταν πρόεδρος. Έπειτα, νεαρός πια, να ήταν δυνατός και χαρούμενος. Όταν περπατούσε στον δρόμο, τα κορίτσια χαμογελούσαν και γύ­ ριζαν το κεφάλι για να τον παρατηρήσουν καλύτερα. Τους χαμογελούσε κι εκείνος και μπορεί στην πιο ομορφούλα να έκλεινε το μάτι. Φαντάζομαι θα παντρεύτηκε και θα έκανε παιδιά που πίστευαν ότι ήταν ο καλύτερος μπαμπάς του κό­ σμου, επειδή δούλευε σκληρά και τους έφερνε παιχνίδια τα Χριστούγεννα. Τώρα τα παιδιά του έχουν μεγαλώσει κι αυτά, σαν εκείνον, έχουν δικά τους παιδιά και κανείς δεν θέλει πια τον γέρο μες στα πόδια του, περιμένουν πότε θα πεθάνει. Όμως εκείνος δεν θέλει να πεθάνει. Θέλει να συνεχίσει να ζει, κι ας είναι τόσο μεγάλος, κι ας μη βρίσκει πια καμία χαρά στη ζωή. Το μέρος ήταν ήσυχο. Ο καλοκαιρινός ήλιος έμπαινε άπλε­ τος από το παράθυρο και σχημάτιζε σκονισμένους λοξούς διαδρόμους στο πάτωμα. Μία παχιά πράσινη μύγα ζουζούνι­ ζε μέσα στους κόκκους σκόνης που αιωρούνταν στο φως του ήλιου. Ο φούρνος ήταν άδειος, μόνο η Φράνσι και οι μισο­ κοιμισμένοι γέροι είχαν απομείνει. Τα παιδιά που περίμεναν για το ψωμί είχαν βγει έξω να παίξουν. Οι ψιλές διαπεραστι­ κές φωνές τους έμοιαζαν να έρχονται από κάπου μακριά. Ξαφνικά η Φράνσι πετάχτηκε όρθια. Η καρδιά της χτυ­ πούσε γρήγορα. Ήταν φοβισμένη. Χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, φαντάστηκε ένα ακορντεόν να ανοίγει διάπλατα τη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=