Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν

B E T T Y S M I T H 26 η ζωή του ανθρώπου που παρατηρούσε. Τα αραιά μπερδεμέ­ να μαλλιά του είχαν το ίδιο βρόμικο γκρίζο χρώμα με τα γένια που φύτρωναν στα βαθουλωμένα μάγουλά του. Ξεραμένα σάλια είχαν σχηματίσει μια κρούστα στις γωνίες του στόματός του. Ο γέρος χασμουρήθηκε. Δεν είχε δόντια. Η Φράνσι τον παρατηρούσε, συνεπαρμένη και αηδιασμένη μαζί, να κλείνει το στόμα του και να σμίγει τα χείλη, μέχρι που έγιναν μία λεπτή γραμμή, σαν να μην είχε καθόλου στόμα, και έπειτα να σπρώχνει προς τα πάνω το πιγούνι, μέχρι που σχεδόν άγ­ γιξε τη μύτη του. Περιεργάστηκε το παλιό πανωφόρι του με τη βάτα που κρεμόταν από τη σκισμένη ραφή του μανικιού. Καθόταν με τα πόδια διάπλατα ανοιχτά, λες και μια ξαφνική κόπωση τον είχε αναγκάσει να ξαποστάσει, και από τον λιγδια­ σμένο καβάλο του παντελονιού του έλειπε ένα κουμπί. Η Φράνσι είδε ότι οι μύτες των παπουτσιών του ήταν στραπα­ τσαρισμένες και τρύπιες. Το ένα ήταν δεμένο με ένα κορδόνι γεμάτο κόμπους και το άλλο με ένα κομματάκι βρόμικο σπάγ­ γο. Είδε δύο χοντρά βρόμικα δάχτυλα με κυρτωμένα γκρίζα νύχια. Το μυαλό της άρχισε να δουλεύει με χίλιες στροφές… Είναι γέρος. Σίγουρα έχει πατήσει τα εβδομήντα. Γεννή­ θηκε περίπου τον καιρό που ζούσε ο Αβραάμ Λίνκολν και ετοιμαζόταν να γίνει πρόεδρος. Το Γουίλιαμσμπεργκ θα ήταν τότε μια μικρή επαρχία και ίσως στο Φλάτμπους να ζούσαν ακόμα Ινδιάνοι. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Είχε το βλέμμα της ακόμα στυλωμένο στα πόδια του. Κάποτε ήταν κι αυτός μωρό. Ένα γλυκό και καθαρό μωράκι, που η μητέρα του θα του φιλούσε τα ροδαλά του δάχτυλα. Ίσως, όταν άστρα­ φτε και βροντούσε τα βράδια, εκείνη να πήγαινε στην κούνια του, να τον σκέπαζε καλά καλά με την κουβέρτα του και να του ψιθύριζε να μη φοβάται, ότι η μαμά ήταν εκεί. Έπειτα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=