Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν

Ε Ν Α Δ Ε Ν Τ Ρ Ο Μ Ε Γ Α Λ Ω Ν Ε Ι Σ Τ Ο Μ Π Ρ Ο Υ Κ Λ Ι Ν 25 φόρτωναν το ψωμί κατευθείαν πάνω στον πάγκο. Πουλούσαν μια πεντάρα τα δύο καρβέλια και, μόλις τα φορτηγάκια άδεια­ ζαν, ο κόσμος σπρωχνόταν ποιος θα πρωταγοράσει. Τα ψωμιά ποτέ δεν έφταναν και μερικοί περίμεναν μέχρι να ξεφορτώσουν τρία ή τέσσερα φορτηγάκια για να αγοράσουν. Με τέτοια τιμή οι πελάτες έπρεπε να φέρνουν το δικό τους περιτύλιγμα. Οι περισσότεροι αγοραστές ήταν παιδιά. Κάποια έχωναν το ψωμί κάτω από τη μασχάλη τους και γύριζαν σπίτι χωρίς να ντρέπονται που όλος ο κόσμος έβλεπε τη φτώχεια τους. Τα πιο περήφανα τύλιγαν το ψωμί, άλλα μέσα σε παλιές εφημε­ ρίδες, άλλα μέσα σε βρόμικα ή καθαρά τσουβάλια αλευριού. Η Φράνσι έφερνε μια μεγάλη χαρτοσακούλα. Δεν βιάστηκε να πάρει αμέσως το ψωμί της. Κάθισε σε ένα παγκάκι και παρατηρούσε. Μια ντουζίνα παιδιά σπρώ­ χνονταν και φώναζαν στον πάγκο. Τέσσερις γέροι λαγοκοι­ μούνταν στο απέναντι παγκάκι. Οι γέροι, που ζούσαν με μια μικρή σύνταξη μαζί με τις οικογένειές τους, ήταν αναγκα­ σμένοι να κάνουν διάφορα θελήματα και να προσέχουν τα μωρά, η μόνη δουλειά που είχε απομείνει για τους ταλαιπω­ ρημένους γέρους του Γουίλιαμσμπεργκ. Δεν πήγαιναν να σταθούν πρώτοι πρώτοι στον πάγκο για να ψωνίσουν, αλλά περίμεναν όσο περισσότερο μπορούσαν, επειδή τους άρεσε η γλυκιά μυρωδιά του ψημένου ψωμιού και επειδή ο ήλιος που έμπαινε από τα παράθυρα ζέσταινε ευχάριστα τις γέρικες πλάτες τους. Κάθονταν και λαγοκοιμούνταν, οι ώρες περνού­ σαν, όμως εκείνοι δεν ένιωθαν τον χρόνο να πηγαίνει χαμένος. Η αναμονή τούς έδινε για λίγο έναν σκοπό στη ζωή και σχε­ δόν ένιωθαν ότι είχαν γίνει και πάλι απαραίτητοι. ΗΦράνσι είχε στυλώσει το βλέμμα της στον πιο γέρο άντρα. Έπαιζε το αγαπημένο της παιχνίδι: φανταζόταν ποια να ήταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=