Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν

B E T T Y S M I T H 24 Εκείνη εξηγούσε: «Η Φράνσι δικαιούται ένα καφεδάκι με κάθε γεύμα, όπως όλοι μας. Αν νιώθει καλύτερα να το πετάει αντί να το πίνει, έχει καλώς. Εγώ νομίζω ότι είναι καλό άνθρωποι σαν εμάς να μπορούν να κάνουν και μια σπατάλη μια φορά στο τόσο, για να παίρνουν έτσι μια ιδέα πώς θα ήταν να έχουν λεφτά και να μη χρειάζεται να είναι μονίμως στη ζητιανιά». Αυτή η παράξενη άποψη ικανοποιούσε τη μαμά και ευχα­ ριστούσε τη Φράνσι. Ήταν σαν ένας συνδετικός κρίκος ανά­ μεσα στον στερημένο φτωχό και στον σπάταλο πλούσιο. Το κορίτσι αισθανόταν ότι, παρόλο που είχε λιγότερα απ’ όλους τους κατοίκους του Γουίλιαμσμπεργκ, με κάποιον τρόπο είχε περισσότερα. Ήταν πιο πλούσια, επειδή είχε κάτι να σπατα­ λήσει. Έτρωγε σιγά σιγά το σταφιδόψωμό της· ήθελε να κρα­ τήσει η γλυκιά του γεύση μέχρι να παγώσει ο καφές της. Με ένα μεγαλοπρεπές ύφος τον πέταξε στον νεροχύτη αδιάφορη γι’ αυτή την εξωφρενική σπατάλη. Έπειτα ήταν έτοιμη να πάει στου Λόσερ για να προμηθευτεί μπαγιάτικο ψωμί για την οικογένειά της, όπως έκανε δυο φορές την εβδομάδα. Η μα­ μά τής είπε να πάρει μια πεντάρα και να αγοράσει, αν έβρισκε, μια μπαγιάτικη πίτα, αρκεί να μην ήταν πολύ λιωμένη. Το αρτοποιείο του Λόσερ εφοδίαζε τα μαγαζιά της γειτο­ νιάς. Επειδή το ψωμί δεν ήταν τυλιγμένο σε κηρόχαρτο, μπα­ γιάτευε γρήγορα. Ο Λόσερ εξαγόραζε το μπαγιάτικο ψωμί από τους εμπόρους και το πουλούσε μισοτιμής στους φτωχούς. Το πρατήριο αποτελούσε συνέχεια του φούρνου. Ο μακρό­ στενος πάγκος του έπιανε τη μία πλευρά και μακρόστενα παγκάκια εκτείνονταν κατά μήκος των άλλων δύο πλευρών. Μία πελώρια δίφυλλη πόρτα άνοιγε πίσω από τον πάγκο. Τα φορτηγάκια του φούρνου έμπαιναν με την όπισθεν και ξε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=