Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν

B E T T Y S M I T H 22 κε διστακτικά στο μαγαζί του Ζαουερβάιν. Άλλοτε σου έδινε με ευχαρίστηση τη γλώσσα και άλλοτε όχι. Η γλώσσα σε φέτες που κόστιζε εβδομήντα πέντε σεντς το κιλό προοριζόταν μό­ νο για τους πλούσιους. Όταν όμως κόντευε να την ξεπουλή­ σει όλη, μπορούσες να αγοράσεις την τετράγωνη άκρη της για πέντε σεντς, αν είχες μέσο. Βεβαίως αυτή η άκρη δεν είχε πολλή ψίχα. Είχε κυρίως μαλακά κοκαλάκια και χόνδρους με μια υποψία ψίχας. Έτυχε εκείνη τη μέρα ο Ζαουερβάιν να είναι στις καλές του. «Η γλώσσα τελείωσε χτες» είπε στη Φράνσι. «Όμως σου κράτησα, επειδή ξέρω ότι αρέσει στη μαμά σου κι εμένα μου αρέσει η μαμά σου. Να της το πεις. Μ’ ακούς;» «Μάλιστα» ψιθύρισε η Φράνσι. Χαμήλωσε το βλέμμα της νιώθοντας το πρόσωπό της να φουντώνει. Τον μισούσε τον κύριο Ζαουερβάιν και δεν επρό­ κειτο να πει στη μαμά αυτό που της είχε πει. Στον φούρνο πήρε τέσσερα σταφιδόψωμα διαλέγοντας προσεκτικά αυτά με την περισσότερη ζάχαρη. Έξω από το μαγαζί συνάντησε τον Νίλι. Εκείνος έριξε μια ματιά μες στη σακούλα και χοροπήδησε από χαρά, μόλις είδε τα σταφιδό­ ψωμα. Παρόλο που είχε φάει τέσσερα σεντς ζαχαρωτά το ίδιο πρωί, πεινούσε πολύ και έβαλε τη Φράνσι να γυρίσουν σπίτι τρέχοντας. Ο μπαμπάς δεν ήρθε για φαγητό. Δούλευε ως ελεύθερος επαγγελματίας, ήταν σερβιτόρος και τραγουδιστής μαζί, το οποίο σήμαινε ότι δεν είχε πολύ συχνά δουλειά. Συνήθως περνούσε τα πρωινά του Σαββάτου στα γραφεία του Σωμα­ τείου περιμένοντας μήπως προκύψει κάτι και γι’ αυτόν. Η Φράνσι, ο Νίλι και η μαμά έφαγαν πολύ ωραία. Πήρε ο καθένας από μία παχιά φέτα γλώσσα, δύο φέτες μυρωδάτο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=