Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν

Ε Ν Α Δ Ε Ν Τ Ρ Ο Μ Ε Γ Α Λ Ω Ν Ε Ι Σ Τ Ο Μ Π Ρ Ο Υ Κ Λ Ι Ν 19 γκέτο. Πόσο συναρπαστικά έβρισκε τα καροτσάκια των πλα­ νόδιων πωλητών –φορτωμένα μέχρι πάνω, ολόκληρα μαγα­ ζάκια το καθένα–, τους Εβραίους, που όλο πάθος έκαναν παζάρια, και τις παράξενες μυρωδιές της γειτονιάς: ψητό γεμιστό ψάρι, ψωμί με προζύμι φρέσκο φρέσκο από τον φούρ­ νο και κάτι που μύριζε σαν βρασμένο μέλι. Κοίταζε καλά καλά τους άντρες με τις μακριές γενειάδες, τους σκούφους από αλπακά και τα βαμβακερά γυαλιστερά πανωφόρια τους και αναρωτιόταν τι έκανε τα μάτια τους να φαίνονται τόσο μικρά και αγριωπά. Κοίταζε μέσα στα μικροσκοπικά μαγαζιά –σκέτες τρύπες– και ένιωθε στα ρουθούνια της τη μυρωδιά από τα τόπια με τα υφάσματα που ήταν αραδιασμένα ανάκα­ τα πάνω στα τραπέζια. Πρόσεξε τα πουπουλένια στρώματα που κρέμονταν φουσκωτά από τα παράθυρα, τα ρούχα με τα ανατολίτικα ζωηρά χρώματα που στέγνωναν στις σκάλες των εξόδων κινδύνου και τα ημίγυμνα παιδιά που έπαιζαν στα ρείθρα των πεζοδρομίων. Μια ετοιμόγεννη γυναίκα, με την κοιλιά μέχρι το στόμα, καθόταν υπομονετικά στο κράσπεδο σε μια σκληρή ξύλινη καρέκλα. Καθόταν στη λιακάδα και παρακολουθούσε τη ζωή του δρόμου φυλάσσοντας μέσα της το δικό της μυστήριο της ζωής. Η Φράνσι θυμήθηκε πόσο είχε εκπλαγεί όταν η μαμά τής είπε ότι ο Ιησούς ήταν Εβραίος. Εκείνη νόμιζε ότι ήταν καθο­ λικός. Όμως η μαμά ήξερε. Η μαμά είπε ότι οι Ισραηλίτες πάντοτε θεωρούσαν ότι ο Ιησούς ήταν ένα Εβραιόπουλο, ένας κανονικός ταραξίας, που δεν ήθελε να δουλέψει μαραγκός, που ήταν η τέχνη του, ούτε να παντρευτεί, να νοικοκυρευτεί και να κάνει οικογένεια. Και πίστευαν ότι ο Μεσσίας τους δεν είχε εμφανιστεί ακόμα, είπε η μαμά. Καθώς τα σκέφτηκε όλα αυτά, η Φράνσι κοίταξε πάλι καλά καλά την έγκυο Εβραία.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=