Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν

B E T T Y S M I T H 14 μένει, όσο στοίβαζε σε μια γωνιά τα χαρτιά, πετούσε τα κου­ ρέλια σε μιαν άλλη και ξεχώριζε τα σίδερα. Μόνο τότε έβαλε το χέρι στις τσέπες του παντελονιού του, έβγαλε ένα παλιό δερμάτινο πουγκί δεμένο με κερωμένο σπάγγο και μέτρησε τις πρασινισμένες δεκάρες, που έμοιαζαν κι αυτές με παλιο­ πράγματα. Καθώς η Φράνσι ψιθύριζε «Ευχαριστώ», ο Κάρνεϊ κάρφωσε το καστανωπό βλέμμα του πάνω της, που έμοιαζε κι αυτό σαν τη σκουριά από τα παλιοπράγματα που μάζευε, και της τσίμπησε δυνατά το μάγουλο. Εκείνη δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Της χαμογέλασε και πρόσθεσε μία ακόμα πένα. Έπειτα ξαφνικά η συμπεριφορά του άλλαξε, έγινε από­ τομος και άρχισε να φωνάζει. «Εμπρός» είπε στο αγόρι που είχε σειρά. «Βγάλ’ τον έξω!» Άφησε το γέλιο του να αντηχήσει κάμποσο και μετά είπε: «Και δεν εννοώ τον σάκο με τις παλιατζούρες σου». Τα αγόρια γέλασαν κι αυτά υπάκουα. Το γέλιο τους ακού­ στηκε σαν το βέλασμα από χαμένα αρνάκια, όμως ο Κάρνεϊ φάνηκε ευχαριστημένος. Η Φράνσι βγήκε έξω για να δώσει αναφορά στον αδερφό της. «Μου έδωσε δεκάξι σεντς και μία πένα για την τσιμπιά». «Η πένα είναι δική σου» είπε ο Νίλι, βασισμένος σε μια παλιά συμφωνία. Εκείνη την έβαλε στην τσέπη του φορέματός της και του έδωσε τα υπόλοιπα χρήματα. Ο Νίλι ήταν δέκα χρονών, έναν χρόνο μικρότερός της. Όμως ήταν αγόρι· εκείνος χειριζόταν τα οικονομικά. Μοίρασε προσεκτικά τις πένες. «Οκτώ σεντς για τον κουμπαρά». Αυτός ήταν ο κανόνας · τα μισά χρήματα που έπαιρναν απ’ οπουδήποτε έμπαιναν στον τενεκεδένιο κουμπαρά που

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=