Ένα αγόρι που το έλεγαν…

«Μη φοβάσαι, μωρό μου» ψιθύρισε πλησιά- ζοντάς με. «Πεινάς;» με ρώτησε βγάζοντας κάτι από την τσέπη της κόκκινης ζακέτας της. Με τόση ταραχή είχα ξεχάσει ότι πεινούσα. Βασικά, συνέχεια πεινάω! Της έγνεψα πως ναι. «Έλα εδώ, μικρέ. Θες μια μπουκίτσα απ’ αυτό;» είπε πλησιάζοντάς με. Ήταν τόση η πείνα μου που το βούτηξα και το κατάπια αμάσητο, χωρίς καν να καταλάβω τι έφαγα. Η κυρία Βικτορία γέλασε δυνατά και τα γυαλιά της γλίστρη- σαν από τη μύτη της. «Μάλλον πεινάς! Πάμε να κάνουμε μπανάκι, και μετά θα σου δώσω να φας ένα μεγάλο πιάτο φαγητό! Σύμφωνοι;» «Εντάξει, κυρία Βι- κτορία» συμφώνησα και αφέθηκα στα χέρια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=