Ένας πολύ γλυκός θάνατος

13 Τ ην Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 1963, στις τέσσερις το από- γευμα, ήμουν στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο Μι- νέρβα της Ρώμης. Θα γυρνούσα αεροπορικώς την επόμενη μέρα και τακτοποιούσα τα χαρτιά μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Μποστ από το Παρίσι: «Συνέβη ένα ατύχημα στη μητέρα σας» μου λέει. Τη χτύπησε αυτοκίνη- το, σκέφτηκα. Με δυσκολία ανέβαινε στο πεζοδρόμιο, και μόνο με τη βοήθεια του μπαστουνιού της, θα τη χτύπησε λοιπόν κάποιο αυτοκίνητο. «Έπεσε στο μπάνιο κι έσπασε το ισχίο της» μου λέει ο Μποστ, που έμενε στην ίδια πο- λυκατοικία. Την προηγούμενη μέρα, κατά τις δέκα το βρά- δυ, καθώς ανέβαινε τις σκάλες μαζί με την Όλγα, είχε δει μπροστά του στα σκαλιά τρία άτομα, μια γυναίκα και δυο αστυνομικούς. «Είναι στο δεύτερο, στον ημιώροφο» τους έλεγε η γυναίκα. Είχε συμβεί τίποτα στην κυρίαΜποβουάρ; Μάλιστα. Είχε πέσει. Δύο ολόκληρες ώρες σερνόταν στο πάτωμα πριν καταφέρει να φτάσει στο τηλέφωνο· ζήτησε από μια φίλη της, την κυρία Ταρντιέ, να σπάσουν την πόρ- τα. Ο Μποστ και η Όλγα συνόδεψαν τους άλλους τρεις ως την πόρτα του διαμερίσματος. Βρήκαν τη μαμά ξαπλωμέ- νη στο πάτωμα, ντυμένη με την κόκκινη ρόμπα της από κοτλέ βελούδο. Η κυρία Λακρουά, η γιατρός που έμενε στην ίδια πολυκατοικία, διέγνωσε κάταγμα ισχίου. Μετέ- φεραν τη μαμά στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου Μπουσικό, όπου πέρασε τη νύχτα σ’ έναν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=