Ένας πολύ γλυκός θάνατος

S I M O N E D E B E A U V O I R 20 Πρέπει να πηδήξω αποπάνω του, μα δεν μπορώ να δω τι υπάρχει από πίσω · με κυριεύει ο φόβος». Μια άλλη φορά της είχε πει: «Ο ίδιος ο θάνατος δεν με φοβίζει, μα φοβά- μαι να πηδήξω πάνω από τον τοίχο». Τη στιγμή που σερνό- ταν στο πάτωμα, νόμιζε πως είχε φτάσει η ώρα να πηδήξει. «Πόνεσες πέφτοντας;» τη ρώτησα. «Όχι. Δεν θυμάμαι. Δεν πόνεσα». Άρα λιποθύμησε, σκέφτηκα. Θυμόταν ότι ένιωσε ίλιγγο. Πρόσθεσε ότι λίγες μέρες πιο πριν, αφού πήρε κά- ποιο από τα καινούργια φάρμακα που της είχαν δώσει, ένιωσε το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια της και μόλις που πρόλαβε να ξαπλώσει στον καναπέ της. Κοίταξα με δυσπιστία τα μπουκαλάκια με τα φάρμακα που είχε ζη- τήσει στη Μάρθα Κορντονιέ, μια ξαδέλφη μας, νέα κοπέ- λα, να της φέρει από το σπίτι μαζί με διάφορα άλλα πράγ- ματα. Επέμενε να συνεχίσει να τα παίρνει, μα έκανε καλά; Ο καθηγητής Μπ. ήρθε να τη δει το απόγευμα και τον ακολούθησα στον διάδρομο. Από τη στιγμή που θα συνερχό- ταν από το πέσιμο, μου είπε, η μητέρα μου θα περπατούσε όπως και πριν: «Θα μπορέσει να συνεχίσει τη ζωούλα της». Πίστευε μήπως ότι είχε πάθει ανακοπή; Δεν είχε καμιά γνώ- μη επ’ αυτού. Και φάνηκε να σαστίζει όταν τον ενημέρωσα ότι παρουσίαζε εντερικές διαταραχές. Η γνωμάτευση στο Μπουσικό έλεγε ότι είναι κάταγμα ισχίου και τίποτε άλλο. Θα καλούσε κι έναν παθολόγο να την εξετάσει. «Θα περπατάς ακριβώς όπως και πριν» είπα στη μαμά. «Θα μπορέσεις να συνεχίσεις τη ζωή σου». «Α, δεν ξανα- πατάω το πόδι μου σ’ αυτό το σπίτι. Δεν θέλω να το ξαναδώ στα μάτια μου. Ποτέ ξανά. Για τίποτα στον κόσμο!»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=