Ένας μυστηριώδης Βίκινγκ (Κουρσάροι της περιπέτειας)

13 Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 2 Ο Ζιρκ περπάτησε για μέρες στο Μεγάλο Δά­ σος. Προχωρούσε δίχως σταματημό και κο­ ντοστεκόταν μόνο για να φάει μερικές ρίζες που έβρισκε στον δρόμο του ή για να πιει νερό απ’ τα ρυάκια. Δεν πεινούσε, δε διψούσε, δεν ένιωθε τί­ ποτα. Αυτό που τον έτρεφε ήταν η βουβή οργή που έβραζε μέσα του και του έδινε τη δύναμη να βαδίζει. Έπρεπε να φτάσει στο λιμάνι της Μπίρκα προ­ τού οι Άριοι σαλπάρουν μαζί με τους σκλάβους. Έπρεπε να ελευθερώσει τα αδέρφια του με οποιο­ δήποτε κόστος, με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτό επα­ ναλάμβανε μέρα νύχτα · κι όποτε ένιωθε πως όλα αυτά φάνταζαν σαν ακατόρθωτος άθλος, σκεφτό­ ταν το αλογάκι της Ζάνα και το ξύλινο σπαθί του Τούλντερτ και ξεχνούσε την κούρασή του, τον πό­ νο του, τη μοναξιά του. Τη νύχτα, όταν ακουμπού­ σε στον κορμό κάποιου δέντρου για να κοιμηθεί λίγο, τα πνεύματα του δάσους τον πολιορκούσαν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=