Ένας μυστηριώδης Βίκινγκ (Κουρσάροι της περιπέτειας)

10 είχε καταβροχθίσει τα πάντα. Οι Άριοι είχαν πάρει μαζί τους όλα τα γυναικόπαιδα και άφησαν πίσω τους άντρες, που πάλεψαν μέχρι το τέλος, σαν πραγματικοί πολεμιστές Βίκινγκς, που δεν είχαν σκοπό να παραδώσουν τα όπλα. Το αγρόκτημά του είχε γίνει ένας σωρός συντρίμμια που καίγονταν αργά αργά κάτω από τον ήλιο. Μπροστά από την πόρτα κειτόταν ένα σώμα. «Μπαμπά». Ο Ζίρκε γονάτισε και τον ταρακούνησε, όμως ο πατέρας του παρέμεινε ακίνητος. Το γαλήνιο βλέμ­ μα του κοιτούσε τον καθαρό ουρανό. Τώρα πια βρισκόταν μαζί με τους ήρωες στη Βαλχάλα. Ο Ζίρκε έφτιαξε μια πυρά από δεμάτια ξύλα, ακούμπησε επάνω το σώμα του πατέρα του κι ύστε­ ρα ελευθέρωσε το πνεύμα του ανάβοντας φωτιά και ψέλνοντας προσευχές στον Θορ. Αναζήτησε τη μητέρα του και τα δυο μικρά αδέρφια του, τη Ζάνα και τον Τούλντερτ, αλλά δεν τους εντόπισε πουθε­ νά. Μάλλον τους είχαν πάρει οι Άριοι για να τους πουλήσουν για σκλάβους στις αγορές. Ένα σμήνος κοράκια πέταξαν ξυστά πάνω από τα γκρίζα νερά της λίμνης. Ήταν οι Βαλκυρίες, έτοιμες να διαλέξουν εκείνους τους άντρες που εί­ χαν αγωνιστεί πιο παλικαρίσια, για να τους πάρουν μαζί τους στη Βαλχάλα. Ο Ζίρκε αναρίγησε σ’ αυ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=