Ένας μυστηριώδης Βίκινγκ (Κουρσάροι της περιπέτειας)
15 κι από ένα σπίτι, που το είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια από ξύλο και τύρφη, μ’ ένα ξεχωριστό δωμάτιο για τα ζώα. Ο σιδηρουργός, που είχε το μαγαζί του στην κεντρική πλατεία, έφτιαχνε τα κα λύτερα όπλα σ’ όλη την περιοχή, γιατί οι πολεμι στές της Μπίρκα και ο βασιλιάς τους, ο Ράγκναρ, ήταν τρομεροί μαχητές. Ο Ζιρκ έφτασε στην πόλη κατάκοπος και χάθη κε μέσα σ’ έναν λαβύρινθο από λασπωμένους δρό μους, όπου τα σανδάλια του άφηναν χνάρια που κανείς δεν ακολουθούσε. Δεν ήξερε πού να πάει. Ο θόρυβος και το πλήθος τον αποσυντόνιζαν. «Πού είναι το λιμάνι;» ρωτούσε τους περαστι κούς καθώς περπατούσε, αλλά κανείς δεν του έδι νε σημασία. Ήταν βρόμικος και το αδύνατο κορμί του έπλεε μέσα στα ρούχα του πατέρα του. Οι άντρες τον απέφευγαν όπως όπως, ενώ οι γυναίκες τον κοιτούσαν με οίκτο και αηδία μαζί. Επιτέλους έφτασε σ’ ένα πηγάδι και ήπιε από έναν κουβά που ήταν ακουμπισμένος στο χείλος του. Το νερό μύ ριζε μούχλα και χώμα, αλλά τον ξεδίψασε και τον αναζωογόνησε. «Τι κάνεις εκεί; Θα μας πιεις όλο το νερό;» Η διαπεραστική φωνή ανήκε σ’ ένα αγόρι της ηλικίας του, γεροδεμένο, με μακριά ξανθά μαλλιά και με ύφος ανθρώπου που, αν και σκλάβος, παρι
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=