Ένας έρωτας

Ν Τ Ι Ν Ο Μ Π Ο Υ Τ Ζ Α Τ Ι 8 «Μαύρο ύφασμα, κατά προτίμηση». «Μαύρο, μαύρο, το ξέρω, σαν το κάρβουνο». «Ευχαριστώ, τα λέμε αργότερα, λοιπόν». Κατέβασε το ακουστικό. Ήταν μόνος του στο γραφείο. Ακόμα και ο Γκαετάνο Μαρόνι, ο συνάδελφος που κατα- λάμβανε το διπλανό δωμάτιο, είχε βγει εκείνο το πρωινό. Ήταν σαν ένα οποιοδήποτε πρωινό μιας οποιασδήποτε μέρας. Η δουλειά προχωρούσε καλά. Από το μεγάλο πα- ράθυρο του όγδοου ορόφου φαινόταν το απέναντι κτίριο, ένα μοντέρνο κτίριο ίδιο με τα άλλα τριγύρω, ίδιο με το κτίριο όπου βρισκόταν ο Ντορίγκο. Μολαταύτα, το μεγάλο συγκρότημα πολυκατοικιών στην οδό Μόσκοβα ήταν αρ- κετά χαρούμενο, με τα δεντροφυτεμένα δρομάκια του όπου πάρκαραν τα αυτοκίνητα. Ήταν μια από τις πολλές γκρίζες μέρες του Μιλάνου, αν και δεν έβρεχε, μ’ εκείνο τον ανεξιχνίαστο ουρανό που δεν καταλάβαινες αν είχε σύννεφα ή μόνο καταχνιά και ίσως, ακόμα πιο πέρα, ήλιο. Αλλά θα μπορούσε να είναι απλώς κι η καπνιά που έβγαινε απ’ τα τζάκια, απ’ τους σωλήνες των καυστήρων πετρελαίου, απ’ τα φουγάρα των διυλιστηρίων Κολοράντι, απ’ τα βρυχώμενα φορτηγά, απ’ τους υπονόμους, απ’ τους σωρούς των απορριμμάτων που κείτονταν πεταμένα στις οικοδομές της περιφέρειας, από την τραχεία των εκατομμυρίων –να ήταν τόσοι άραγε;– κατοίκων που συνωστίζονταν γύρω του ανάμεσα στο τσι- μέντο, την άσφαλτο και την οργή. Άναψε το τρίτο τσιγάρο, ήταν έντεκα παρά τέταρτο («Εί- μαι ο Τονίνο, καλημέρα, κυρ…» «Α, εσείς; Χρόνια και…»), στον τοίχο αντίκρυ του το ηλεκτρονικό ρολόι, προσφορά της διαχείρισης της πολυκατοικίας, έβγαζε κάθε τόσο μια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=