Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της γης

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ 10 προαίσθημα σκοτεινό, προαίσθημα όμως, τίποτε συγκε­ κριμένο. Προσπαθούσε να το απωθήσει. Φεύγει και τον αφήνει μόνον με το άλογο σε μια αυτο­ σχέδια καλύβα στην παραλία του Σκαραμαγκά. Ένα κα­ τάλυμα που τους προστατεύει απ’ το ενοχλητικό ψιλόβρο­ χο. Ο «κύριος Περικλής» ως εκείνη τη στιγμή έμοιαζε αποφασισμένος. Όταν όμως μένει μόνος, πάει πέρα δώθε μες στην καλύβα, η οποία, εννοείται, δεν χωράει τη νευρι­ κότητά του. Ανυπόμονος; Πάντα ήταν ανυπόμονος. Έχει αγγίξει τα όρια της ανυπομονησίας του; Το θρόισμα του ψιλόβροχου συνεχίζει. Κρυώνει. Η σκέψη του κρύου θα­ λασσινού νερού τού φέρνει ρίγη. Βγαίνει από την καλύβα. Το μολυβένιο φως της συννεφιάς. Μόνον στο βάθος, προς τον Κορινθιακό, ένα κενό που απελευθερώνει τη δύναμη του ήλιου. «Το φως δεν είναι μακριά. Θα πάω να το συ­ ναντήσω. Τη ζωή τη λένε ζωή, κι ας σου ανοίγει τον δρόμο για τον θάνατο». Στο μικρό σακίδιο τον περιμένει το ερ­ γαλείο του θανάτου. Ένα περίστροφο. Το ενθύμιο που του άφησε η Σοφία πριν φύγει για το Μόναχο. Σαν να του έδειχνε τον δρόμο που όφειλε να πάρει. Η κομψότητα είναι η αισθητική της ψυχής, έλεγε ο Λόρ­ δος Βύρων. Και ο Γιαννόπουλος δεν αμέλησε ποτέ τις υποχρεώσεις του απέναντί της. Φοράει περικνημίδες «αγ­ γλικού τύπου», κατασκευασμένες στη Θεσσαλία, άσπρα γάντια γκλασέ, γιλέκο και σακάκι. Ο απαραίτητος λαιμο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=