ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΟΙ 3 22 για μια στιγμή κι ένα φίδι έκλεψε το φυτό και το κατάπιε. Το φίδι άλλαξε δέρμα, έγινε ξανά νέο και έζησε για πάντα, ενώ ο Γκιλγκαμές αναγκάστηκε να γυρίσει στην Ουρούκ με άδεια χέρια. Μόνο τότε αποδέχτηκε ότι δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει από τον θάνατο. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να νικήσει τον θάνατο, κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τον χρόνο, κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει την αλλαγή. Όπως ο Γκιλγκαμές, έτσι και η πόλη της Ουρούκ τελικά πέθανε. Όλα τα κτίριά της γκρεμίστηκαν και οι δρόμοι της έμειναν έρημοι. Σήμερα κανείς δε ζει εκεί, εκτός από αράχνες, σκορπιούς και σαύρες… και μερικούς αρχαιολόγους που σκάβουν στα ερείπια για να βρουν ενδιαφέροντες θησαυρούς από το παρελθόν, όπως οι πινακίδες με την ιστορία του Γκιλγκαμές. Μπορεί η Ουρούκ να μην υπάρχει πια, μας άφησε όμως μερικά σημαντικά δώρα: όχι μόνο την ιστορία του Γκιλγκαμές αλλά και την ίδια τη γραφή. Γιατί στην Ουρούκ επινόησαν για πρώτη φορά τη γραφή οι άνθρωποι. Το ότι διαβάζετε σήμερα αυτό το βιβλίο, αλλά και εφημερίδες, ηλεκτρονικά μηνύματα και ιστοσελίδες, το οφείλετε στους κατοίκους της Ουρούκ. ΠΈΡΑ ΑΠΌ ΤΑ ΣΎΝΟΡΑ Ενώ η Ουρούκ πέθαινε, άλλες πόλεις και βασίλεια γεννιόντουσαν. Καθένα είχε τη δική του γλώσσα, τους δικούς του θεούς και τις δικές του ιστορίες για ήρωες, θεούς και την απαρχή του κόσμου. Οι ιστορίες αυτές ήταν ζωτικής σημασίας, επειδή ένωναν όλους τους ανθρώπους στο βασίλειο, όπως ακριβώς οι ιστορίες για τη θεά Ινάνα και τον βασιλιά Γκιλγκαμές ένωναν τους ανθρώπους της Ουρούκ. Αλλά, όσο μεγάλο κι αν ήταν το βασίλειο, πάντα είχε σύνορα, πέρα από τα οποία ζούσαν ξένοι, που πίστευαν σε άλλες ιστορίες.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=