Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ 43 το κρεββάτι εφρόντιζε. Μίαν ημέραν όμως με το να είχα άδειαν, έπιασα ένα βιβλίον και εδιάβασα κομματάκι, το βράδυ έρχεται ο πατέρας μου και κοιτάζωντας τον τόπον οπού εσυνηθούσαμεν να κρεμάμεν ένα κλουβί μέσα εις το οποίον είχαμεν ένα καναρίνι, «Διατί (μου λέγει) δεν έκα- μες να εμβάσουν το κλουβί και να το κρεμάσουν εις τον τόπον του, αλλά άφηκες το μαύρον το πουλί ακόμη εις τον κρυερόν αέρα;» Εγώ του απεκρίθηκα πως το αλησμόνησα και εις τον ίδιον καιρόν άκουσα οπού αυτός είπε της μητέ- ρας μου πως τα γράμματα μου εσκότισαν τον νουν και με έκαμαν να λησμονάω. Ταύτα τα λόγια δεν ήτον υβριστικά, δεν ήτον καταφρονητικά, δεν ήτον τίποτες, αλλά εγώ οπού αγαπούσα τα γράμματα δεν ημπορούσα ν’ ακούσω πως προξενούσι κακόν, όθεν αγροίκησα την καρδίαν μου καταπληγωμένην από τον πλέον σκληρόν πόνον, τότε μου ήλθεν εις τον νουν πως ό,τι μικρόν κακόν φυσικόν ή ηθι- κόν ήθελε καταλάβουν εις εμένα, πάντοτε απέδιδον την αιτίαν εις τα γράμματα, όθεν τούτο οπού μου ήλθεν εις τον νουν, μου ηύξησε την λύπην οπού αγροίκησα εις τα λόγια του πατρός μου, και έκαμα μίαν ή δύω ημέρας πεσμένη εις το κρεββάτι και στοχαζόμενη όλον πράγματα διά την σπουδήν. Τέλος πάντων η γύμνασις οπού έκαμνα εις εκεί- νο το βιβλίον οπού ωνομάζετο Fior di Virtù μ’ έκαμε να ημπορώ να καταλαμβάνω την γλώσσαν, όθεν ηύρα εις την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=