Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου

38 ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ-ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ Τον Σεπτέμβριον επήγαμεν πάλιν εις την εξοχήν. Εκεί ο πατέρας μου, μην έχωντας να κάμη τίποτες, του ήλθεν εις τον νουν να με μάθη ιταλικά, μου το είπε και εγώ εχάρηκα σφόδρα. Ο διδάσκαλος οπού άνωθεν είπα, μου είχεν εμπνεύσει μεγάλον ζήλον διά τα γράμματα, αυτός αφ’ ου είχε μού δώκη μάθημα, εκάθητο και μου ερμήνευε την Θεοσέβειαν, και όλαις εκείναις ταις άλλαις αρεταίς οπού πρέπει να έχη ο άνθρωπος, μάλιστα δε ο Χριστιανός, έπειτα εκάθητο και μου εγκωμίαζε την σπουδήν, και μαζύ με αυτήν, εκείνους οπού την έχουν, και οπού την ζητούσι. Τούτος ο σεβάσμιος ιερεύς γνωρίζωντας πως δεν ήτον πλέον αρκετός να μου δώση περισσότερα γράμματα από εκείνα οπού μου έδω- σεν, είχεν ειπή πολλαίς φοραίς του πατρός μου να μου εύ- ρη ένα διδάσκαλον επιτήδειον διά να με μαθητεύση, αλλ’ αυτός δεν τον ήκουσε, διότι είχεν εκείνην την παλαιάν βάρβαρον γνώμην, η οποία θέλει να μη μαθαίνουν οι γυ- ναίκες πολλά γράμματα. Εγώ είχα μάθω από τον τίμιον και σεβάσμιον δάσκαλόν μου να ορθογραφώ τα ρωμαϊκά, * προς τούτοις είχα μάθω ν’ αναγινώσκω ολίγον ιταλικά, και να έχω μεγάλην επιθυμίαν να γνωρίσω την γλώσσαν, όθεν καθώς άνωθεν είπα αγροίκησα μεγάλην χαράν, όταν * Εννοεί τα ρωμαίικα,τα ελληνικά. ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=