Έλιοτ και Ιζαμπέλα 1: Περιπέτεια στο ποτάμι

Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου Άγγελος Αγγελίδης

Αυτό το βιβλίο ανήκει: ..................................... ......................................

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Μαρία Αγγελίδου Άγγελος Αγγελίδης

Πρώτη έκδοση Mάρτιος 2025 ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ Ingo Siegner, Eliot und Isabella und die Abenteuer am Fluss, Gulliver ΚΕΙΜΕΝO-ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ Ingo Siegner ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ Θοδωρής Τσώλης ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ Oυρανία Λυμπεροπούλου ΠPOΣAPMOΓH EΞΩΦYΛΛOY Ρεντουάν Αμζλάν ISBN 978-618-03-4357-1 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 84357 Κ.Ε.Π. 6309 Κ.Π. 21511 © 2016, Beltz & Gelberg in der Verlagsgruppe Beltz - Weinheim Basel © 2024, Εκδόσεις ΜΕΤAΙΧΜΙO (για την ελληνική γλώσσα) Eκδόσεις ΜΕΤAΙΧΜΙO Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα, τηλ.: 211 3003500 metaixmio.gr • [email protected] Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα, τηλ.: 210 3647433 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤAΙΧΜΙO Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα, τηλ.: 210 3647433 Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα, τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 ΜΕ ΤΑ Ι ΧΜΙΟ π α ι δ ι κ ό

9 Περιεχόμενα Κεφάλαιο 1 Η μεγάλη μπόρα 11 Κεφάλαιο 2 Βάλι η Αγριογουρουνίτσα 20 Κεφάλαιο 3 Τα Αυγά του Γκριζοτσικνιά 34 Κεφάλαιο 4 Ποντικοφάρμακο! 43 Κεφάλαιο 5 Όσκαρ ο Αρουραίος 54 Κεφάλαιο 6 Ο Κλαουσφίδης 62 Κεφάλαιο 7 Το τέρας του ποταμού 71 Κεφάλαιο 8 Ο βιολιστής Γκουίντο Βιολίντο 81

10 Κεφάλαιο 9 Ο θείος Τέο, η σπηλιά κάτω από το νερό και το καστορο-ατμόπλοιο 93 Κεφάλαιο 10 Ποντίκια στο νερό! 104 Κεφάλαιο 11 Επιτέλους στην πόλη! 115 Κεφάλαιο 12 Ο Μπόκι Μπούκας και η συμμορία του 121

11 Η μεγάλη μπόρα Η ιστορία αυτή αρχίζει μια μέρα με πολλή βροχή. Θα μπορούσε ν’ αρχίσει και μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα, μόνο που τότε θα τελείωνε αμέσως. Διότι όλα όσα έγιναν έγιναν επειδή ακριβώς έβρεχε. Έβρεχε από μέρες. Και έβρεχε πολύ. Θεούλη μου! Τι μπόρα ήταν αυτή! Αμέτρητες χοντρές στάλες έσκαγαν στις στέγες της πόλης. Και στη στέγη του δημαρχείου, στη στέγη του πύργου με το ρολόι κολλητά στο δημαρχείο, όπου ζούσε ο Έλιοτ με τους γονείς του. Ο Έλιοτ είναι ένα μικρό ποντίκι. Κι αυτή τη στιγμή κάθεται βολεμένος στην πολυθρόνα του και ασχολείται με το πιο αγαπημένο του πράγμα στον κόσμο – διαβάζει. Πού και πού κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Τι ωραία που είναι η πόλη. Ακόμα και με τη βροχή! Σε καμία άλλη πόλη δε θα ’θελε να μένει. Ούτε βέβαια στην εξοχή. Μπρρρρ, εκεί ζούνε θηρία πολύ πιο τρομακτικά από τις γάτες. Αν και βέβαια υπάρχουν κίνδυνοι κι εδώ, στην πόλη. Ο Έλιοτ σκέφτεται τα ποντικοφάρμακα στα κελάρια με τα τρόφιμα των ανθρώπων. Σκέφτεται τις αχόρταγες Κεφάλαιο 1

12 γάτες στις σοφίτες και στις πίσω αυλές των σπιτιών. Προπάντων όμως σκέφτεται τον Μπόκι Μπούκα και την ποντικοσυμμορία του. Ο Μπόκι είναι διάσημος. Πρώτον διότι τρελαίνεται για μπούκες. Και δεύτερον διότι είναι πάρα πολύ κακός. Ο Μπόκι και οι μάγκες του τα βάζουν πάντα με τους πιο αδύναμους. Μια φορά πέτυχαν τον Έλιοτ στο πάρκο. Διάβαζε ένα βιβλίο με ανοιξιάτικα ποιήματα, όταν άκουσε την αγριοφωνάρα του Μπόκι: «Ο βιβλιοπόντικας! Απάνω του, παιδιά!». Ίσα που πρόλαβε ο Έλιοτ να χωθεί μ’ ένα γενναίο σάλτο στον υπόνομο και να σωθεί. Ήξερε πως η ποντικοσυμμορία δεν πατούσε το πόδι της στους υπονόμους, γιατί εκεί, στον σκοτεινό λαβύρινθο της αποχέτευσης κάτω από τους δρόμους, ζούσε η Ρόζι η Τρομερή, η μεγάλη ποντικίνα των υπονόμων. Τη Ρόζι την

13 τρέμουν όλοι. Αλλά ο Έλιοτ είναι φίλος της. Επειδή της διαβάζει ποιήματα. Και τα ποιήματα αρέσουν πολύ στη Ρόζι: Άρτζι μπούρτζι κι ο λουλάς, για τους κακούς η Ρόζι είναι μπελάς. Μα για τα φιλαράκια της πετάει τα καπελάκια της! Αν, όμως, εξαιρέσουμε τον Μπόκι και τη συμμορία του, καθώς επίσης και μερικούς ακόμα κινδύνους, η ζωή στην πόλη είναι υπέροχη για τα ποντίκια. Έχει καταπληκτικά ντελικατέσεν, έχει φούρνους με γαργαλιστικές ευωδιές, έχει μεγάλες βιβλιοθήκες, γκαλερί, θέατρα και αμέτρητα όμορφα πράγματα. Ο Έλιοτ κοιτάζει τις στάλες της βροχής που σκάνε στα κεραμίδια και κυλάνε στα λούκια.

14 «Αμάν πια μ’ αυτή τη βροχή! Δεν λέει να σταματήσει» γκρινιάζει η μαμά του Έλιοτ. Δεν είναι στις καλές της, τρεις βδομάδες έχουν να δούνε τον ήλιο. Η μαμά του Έλιοτ είναι ζωγράφος. Και χωρίς ήλιο ένας ζωγράφος νιώθει να είναι μισός. «Αχ, Γερτρούδη, μην κάνεις έτσι. Ο ήλιος σίγουρα θα ξαναβγεί» λέει ο μπαμπάς του Έλιοτ. Είναι συγγραφέας και αγαπάει τη βροχή, γιατί, όταν βρέχει, σκαρφίζεται τις καλύτερες ιστορίες. «Λοιπόν, ακούστε!» λέει. «Θα φτιάξω μια ζεστή σοκολάτα!» «Α, ναι, ναι!» φωνάζει ο Έλιοτ. Ο μπαμπάς του φτιάχνει φοβερή ζεστή σοκολάτα, διάσημη σ’ όλη την πόλη για τη νοστιμιά της. «Δε γίνεται» λέει μουτρωμένη η μαμά του Έλιοτ. «Δεν έχουμε σοκολάτα. Μας τελείωσε». «Θα πάω να φέρω!» φωνάζει ο Έλιοτ και πετάγεται όρθιος κλείνοντας το βιβλίο του. «Να προσέχεις! Να μην πνιγείς!» λέει ο μπαμπάς του. «Άκουσα ότι το ποτάμι ξεχείλισε. Οι δρόμοι έχουν γεμίσει νερά» λέει η μαμά του. «Μην ανησυχείτε!» φωνάζει ο Έλιοτ και κατεβαίνει τρεχάτος τη σκάλα. Τον ξέρει απέξω τον δρόμο για το μαγαζί που πουλάει σοκολάτα. Στα τυφλά θα μπορούσε να τον βρει: Περνάμε την αγορά, χωνόμαστε κάτω από τους κάδους των σκουπιδιών, στρίβουμε στον δεύτερο δρόμο αριστερά, μπαίνουμε στην τρίτη πόρτα δεξιά. Από μακριά μυρίζει κακάο! Σήμερα οι άνθρωποι στους δρόμους τρέχουν πέρα δώθε

15 ανάστατοι, κουβαλώντας μεγάλα άσπρα σακιά. Α, ναι, είναι σακιά με άμμο. Φτιάχνουν μ’ αυτά φράχτες, για να μην πλημμυρίσει το ποτάμι την πόλη. Εγώ δεν κινδυνεύω, σκέφτεται ο Έλιοτ και τρυπώνει βιαστικά στο μαγαζί της σοκολάτας. «Καλύτερα» μουρμουρίζει «να τσιμπήσω ένα απ’ αυτά τα μεγάλα κουτιά με τις πραλίνες… Χμ, να, αυτό με άρωμα Grand Marnier. Σοκολατάκια εκλεκτά – αυτά θα πάρω!». Με προσοχή κουβαλάει το κουτί του ως την πίσω πόρτα. Μα… τι γίνεται εδώ; Το δρομάκι είναι γεμάτο νερό! Ο Έλιοτ στέκεται στο κατώφλι αμήχανος, δεν ξέρει τι να κάνει. Ξάφνου ακούει δυνατή βοή. Η βοή πλησιάζει. Οχ, όχι! Ένα πελώριο κύμα πλημμυρίζει το στενό! Ο Έλιοτ κάνει να ξαναμπεί στο μαγαζί, μα ο θυμωμένος μαγαζάτορας του κλείνει τον δρόμο. Και το κύμα ορμάει και παρασύρει τον Έλιοτ. Το μικρό ποντίκι χτυπάει χέρια και πόδια για να κρατηθεί στον αφρό, να μην πνιγεί μέσα στο ορμητικό άγριο νερό. «Βοήθεια!» φωνάζει μ’ απελπισία.

16 Τότε νιώθει ανάμεσα στα ποδαράκια του κάτι μεγάλο. Τα σοκολατάκια του! Μ’ όλη του τη δύναμη αρπάζεται από το κουτί που επιπλέει. Το ρεύμα, όμως, τον σπρώχνει με φόρα από δρόμο σε δρόμο, τον περνάει από την Πλατεία της Αγοράς, μπροστά από το δημαρχείο. Ανήμπορος να σταματήσει, κοιτάζει τον πύργο με το ρολόι, όπου είναι το σπίτι του. Τον βλέπουν άραγε οι γονείς του; Ίσα που προλαβαίνει ν’ αναρωτηθεί. Γιατί την ίδια στιγμή το ορμητικό νερό τον έχει παρασύρει μαζί με τις πραλίνες του στα στενά πιο πέρα. Όλα είναι πλημμυρισμένα, το νερό φτάνει ως τα παράθυρα των σπιτιών και κυλάει τόσο γρήγορα, που ο Έλιοτ δεν καταφέρνει να σταματήσει πουθενά. Σε λίγο αφήνει την πόλη πίσω του. Και αρμενίζει με τις πραλίνες του στη μέση ενός μεγάλου ποταμού.

17 Ξάφνου ο Έλιοτ τρίβει τα μάτια του. Μήπως δε βλέπει καλά; Μπροστά του πλέει ένας ξεριζωμένος κορμός δέντρου. Και πάνω στον κορμό καβάλα είναι ο Μπόκι Μπούκας και η ποντικοσυμμορία του. «Εεεε! Μπόκι!» φωνάζει ο Έλιοτ. «Βρε, βρε!» τσιρίζει ο Μπόκι. «Ο Έλιοτ, ο χαζοβιβλιοπόντικας!» «Χαζός είσαι και φαίνεσαι!» φωνάζει ο Έλιοτ. «Ποιον είπες χαζό, παλιοβλάκα;…» φωνάζει ο Μπόκι. «Εσένα, πανηλίθιε!» φωνάζει ο Έλιοτ. Μα το αγριεμένο νερό παρασύρει τον κορμό με τον Μπόκι και τη συμμορία του σ’ έναν διπλανό παραπόταμο. «Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, πας χαμένος!» ακούει ο Έλιοτ τον Μπόκι να του φωνάζει έξαλλος, πριν τον χάσει απ’ τα μάτια του.

18 «Έλα πιάσε με!» του απαντάει θυμωμένος. «Θα σε περιμένω!» Δεν είναι όμως καθόλου σίγουρος ότι οι άλλοι τον άκουσαν. Βρεγμένος και λυπημένος, μένει πάνω στο κουτί με τις πραλίνες. Το νερό τον παίρνει όλο και πιο μακριά από την πόλη του. «Γεια σου, μαμά! Γεια σου, μπαμπά! Γεια σου, ωραίε κόσμε!» Τρέμει ο καημένος από το κρύο. Νιώθει άθλια. Μετά από λίγο νυχτώνει. Τόσο κουρασμένος που είναι, τον παίρνει ο ύπνος κι ας πέφτει πάνω του η βροχή αλύπητα. Όταν ξανανοίγει τα μάτια του, ο ήλιος πέφτει ζεστός και στεγνώνει το βρεγμένο του τρίχωμα. Κοιτάζει ξαφνιασμένος γύρω του. Το κουτί με τις πραλίνες έχει σταθεί στα καλάμια της όχθης. Παντού γύρω του τα αγριόχορτα θροΐζουν, τα ξερόκλαδα τρίζουν. Είναι φοβερό! Ένα πελώριο πουλί σηκώνεται από τους θάμνους. Τρομαγμένο το ποντίκι ζαρώνει και κρύβεται. Θεούλη μου! σκέφτεται. Πού είμαι; Τι είναι εδώ; Ξάφνου νιώθει πως κάποιος τον κοιτάζει. Ο Έλιοτ γυρίζει απότομα, ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Και βλέπει ακριβώς μπροστά του μια μικρή ποντικίνα, που τον κοιτάζει με μάτια διάπλατα. Ο Έλιοτ κοκκινίζει. Ξεροβήχει. Και λέει: «Εεεχμ, μ’ έφερε εδώ το φουσκωμένο ποτάμι». «Έτσι φαίνεται» απαντάει εκείνη. Ο Έλιοτ κοιτάζει γύρω του. «Εεε… εεεδώ είναι εξοχή» λέει. «Ακριβώς» λέει η ποντικίνα. «Κι εσύ είσαι ποντίκι της πόλης!»

19 «Ναι, ναι, εεε… εσύ πού το ξέρεις;» «Κάθεσαι πάνω σε ένα κουτί πραλίνες. Τα ποντίκια της εξοχής δεν τριγυρνάνε καβάλα σε σοκολατάκια» απαντάει η νεαρή ποντικίνα. Και μετά συστήνεται: «Με λένε Ιζαμπέλα. Εσένα;».

ISBN: 978-618-03-4357-1 ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. MHX/ΣΗΣ 84357 Τα νερά της πλημμύρας παρασέρνουν τον Έλιοτ τον μικρό ποντικό στα χωράφια μακριά από το ποτάμι. Αλλά η τύχη του χαμογελάει: συναντάει την Ιζαμπέλα! Στον μακρύ κι επικίνδυνο δρόμο τους προς την πόλη, τα δυο ποντίκια ζούνε τη μια περιπέτεια μετά την άλλη. Γνωρίζουν τον αρουραίο Όσκαρ και την άγρια γουρουνίτσα Βάλι, καταφέρνουν να ξεφύγουν απ’ την παμπόνηρη Αλεπού. Δεν πρέπει όμως να πέσουν στα χέρια του Μπόκι Μπούκα και της συμμορίας του!

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=