Έλιοτ και Ιζαμπέλα 1: Περιπέτεια στο ποτάμι

18 «Έλα πιάσε με!» του απαντάει θυμωμένος. «Θα σε περιμένω!» Δεν είναι όμως καθόλου σίγουρος ότι οι άλλοι τον άκουσαν. Βρεγμένος και λυπημένος, μένει πάνω στο κουτί με τις πραλίνες. Το νερό τον παίρνει όλο και πιο μακριά από την πόλη του. «Γεια σου, μαμά! Γεια σου, μπαμπά! Γεια σου, ωραίε κόσμε!» Τρέμει ο καημένος από το κρύο. Νιώθει άθλια. Μετά από λίγο νυχτώνει. Τόσο κουρασμένος που είναι, τον παίρνει ο ύπνος κι ας πέφτει πάνω του η βροχή αλύπητα. Όταν ξανανοίγει τα μάτια του, ο ήλιος πέφτει ζεστός και στεγνώνει το βρεγμένο του τρίχωμα. Κοιτάζει ξαφνιασμένος γύρω του. Το κουτί με τις πραλίνες έχει σταθεί στα καλάμια της όχθης. Παντού γύρω του τα αγριόχορτα θροΐζουν, τα ξερόκλαδα τρίζουν. Είναι φοβερό! Ένα πελώριο πουλί σηκώνεται από τους θάμνους. Τρομαγμένο το ποντίκι ζαρώνει και κρύβεται. Θεούλη μου! σκέφτεται. Πού είμαι; Τι είναι εδώ; Ξάφνου νιώθει πως κάποιος τον κοιτάζει. Ο Έλιοτ γυρίζει απότομα, ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Και βλέπει ακριβώς μπροστά του μια μικρή ποντικίνα, που τον κοιτάζει με μάτια διάπλατα. Ο Έλιοτ κοκκινίζει. Ξεροβήχει. Και λέει: «Εεεχμ, μ’ έφερε εδώ το φουσκωμένο ποτάμι». «Έτσι φαίνεται» απαντάει εκείνη. Ο Έλιοτ κοιτάζει γύρω του. «Εεε… εεεδώ είναι εξοχή» λέει. «Ακριβώς» λέει η ποντικίνα. «Κι εσύ είσαι ποντίκι της πόλης!»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=