Ελέφαντας

[ 13 ] Κ ι β ώ τ ι α Η Τζιλ και η μητέρα μου συμπεριφέρονταν αρκετά φιλικά όταν βρίσκονταν μαζί. Σφιχταγκαλιάζονταν όταν συναντιόνταν ή απο- χωρίζονταν. Μιλούσαν για προσφορές στα καταστήματα. Αλλά η Τζιλ τρέμει την ώρα που υποχρεώνεται να περάσει παρέα με τη μητέρα μου. Ισχυρίζεται ότι η μητέρα μου την εκνευρίζει. Ότι είναι αρνητική απέναντι σε όλους και σε όλα και ότι οφείλει να βρει κά - ποια διέξοδο, όπως τόσοι και τόσοι άνθρωποι στην ηλικία της. Nα πλέκει με το βελονάκι, ας πούμε, ή να παίζει χαρτιά στο Κέντρο για τα Άτομα Τρίτης Ηλικίας ή να πηγαίνει στην εκκλησία. Κάτι τέ- λος πάντων, αρκεί να μας αφήνει στην ησυχία μας. Αλλά η μητέρα μου έλυσε το πρόβλημα με τον τρόπο της: Μας ανακοίνωσε την επιστροφή της στην Καλιφόρνια. Στο διάολο να πάνε όλα και όλοι σε τούτη την πόλη. Δεν ήταν μέρος αυτό να ζει άνθρωπος! Ακόμα κι αν της χάριζαν το σπίτι κι άλλα έξι σαν αυτό, δεν έμενε εδώ ούτε στιγμή παραπάνω. Μέσα σε μια δυο μέρες αφότου το αποφάσισε, μάζεψε τα πράγ- ματά της σε κιβώτια. Αυτό έγινε τον περασμένο Ιανουάριο. Ή ίσως τον Φεβρουάριο. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή τον περασμένο χει- μώνα. Τώρα είμαστε στα τέλη Ιουνίου. Κιβώτια σέρνονται μήνες τώρα μες στο σπίτι της. Είσαι υποχρεωμένος να κάνεις τον γύρο ή να πηδάς αποπάνω για να πας από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Δεν είναι ζωή αυτή για τη μητέρα κανενός. Ύστερα από λίγο, δέκα λεπτά πάνω κάτω, η Τζιλ βγαίνει από το μπάνιο. Εγώ έχω βρει μια γόπα από τσιγαριλίκι και προσπαθώ να την καπνίσω και να πιω ένα μπουκάλι τζιντζερέιλ χαζεύοντας έναν γείτονα που αλλάζει λάδια στο αυτοκίνητό του. Η Τζιλ δεν μου ρίχνει ούτε μια ματιά. Αντίθετα, πηγαίνει στην κουζίνα και βάζει μερικά πιάτα και κουζινικά σε μια χαρτοσακούλα. Αλλά μόλις ξα - ναμπαίνει στο σαλόνι σηκώνομαι κι αγκαλιαζόμαστε. «Εντάξει» μου λέει. Τι εντάξει, απορώ. Απ’ ό,τι βλέπω εγώ, τίποτα δεν είναι εντάξει. Αλλά εκείνη με σφίγγει πάνω της κι όλο με χτυπάει απαλά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=