Ελέφαντας

[ 12 ] ΡΕ ΪΜΟΝΤ ΚΑΡΒΕΡ σπασμένο τύμπανο και μετά πήγε κι έριξε το αυτοκίνητό τους από μια γέφυρα στον ποταμό Έλουα. Δεν είχε ούτε ασφάλεια ζωής, πόσο μάλλον ασφάλεια για φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Η Τζιλ αναγκάστηκε να δανειστεί για να τον κηδέψει και μετά –άκουσον, άκουσον– της στείλανε και τον λογαριασμό για την επισκευή της γέφυρας. Χώρια τα ιατρικά έξοδα. Τώρα μπορεί να μιλάει γι ’ αυτά. Έχει συνέλθει. Αλλά έχει χάσει την υπομονή της με τη μητέρα μου. Κι εγώ έχω χάσει την υπομονή μου. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. «Φεύγει μεθαύριο» λέω. «Άκου, Τζιλ, δεν θέλω χάρες. Θες να έρ- θεις μαζί μου ή όχι;» Της λέω πως το ίδιο μου κάνει και έτσι και αλ - λιώς. Θα πω πως έχει ημικρανία. Λες και δεν έχω ξαναπεί ψέματα. «Θα έρθω» μου λέει. Κι αμέσως σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, όπου της αρέσει να κλείνεται όταν κρατάει μούτρα. Είμαστε μαζί από τον περασμένο Αύγουστο, την ίδια περίπου εποχή που η μάνα μου αποφάσισε να μετακομίσει από την Καλι- φόρνια εδώ, στο Λόνγκβιου. Η Τζιλ προσπάθησε να προσαρμοστεί. Αλλά να κουβαλιέται στην πόλη η μάνα μου τη στιγμή ακριβώς που εμείς πασκίζαμε να τα βρούμε μεταξύ μας ήταν κάτι που δεν το περίμενε κανείς από τους δυο μας. Η Τζιλ είπε πως της θύμιζε την κατάσταση με τη μάνα του πρώτου της άντρα. «Ήταν κολλητσίδα» μου είπε. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Μ’ έπιανε ασφυξία». Η μητέρα μου θεωρεί την Τζιλ παρείσακτη, η αλήθεια να λέγε- ται. Στα μάτια της δεν είναι παρά μία ακόμα γυναίκα στη σειρά των γυναικών που εμφανίστηκαν στη ζωή μου αφότου με παράτησε η γυναίκα μου. Άτομο ικανό, κατά τη γνώμη της, να καρπωθεί τη στοργή, την προσοχή, ίσως και κάποια χρήματα που διαφορετικά μπορεί να περιέρχονταν στην ίδια. Αλλά άξια σεβασμού; Σε καμία περίπτωση. Θυμάμαι –ξεχνιούνται αυτά;– που αποκαλούσε τη γυ- ναίκα μου πόρνη πριν από τον γάμο μας, και άρχισε να την αποκα- λεί και πάλι πόρνη δεκαπέντε χρόνια αργότερα, αφού με παράτησε για κάποιον άλλο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=