Ελέφαντας

[ 11 ] H μητέρα μου έχει μαζέψει τα πράγματά της και είναι έτοιμη να μετακομίσει. Αλλά την Κυριακή το απόγευμα, στο παρά πέντε, τη- λεφωνεί και λέει να πάμε να φάμε μαζί της. «Κάνω απόψυξη στο ψυγείο μου» λέει. «Πρέπει να τηγανίσω το κοτόπουλο γιατί θα χαλά- σει». Nα φέρουμε, λέει, μαζί μας πιάτα και μερικά μαχαιροπίρουνα. Έχει πακετάρει σχεδόν όλα τα πιατικά και τα κουζινικά. «Ελάτε να φάτε μαζί μου για τελευταία φορά» λέει. «Εσύ και η Τζιλ». Κλείνω το τηλέφωνο και στέκομαι λίγο ακόμη στο παράθυρο. Μακάρι να μπορούσα να βγάλω συμπέρασμα, αλλά δεν μπορώ. Oπότε γυρίζω τελικά στην Τζιλ και της λέω: «Πάμε στης μάνας μου για το αποχαιρετιστήριο γεύμα». Η Τζιλ είναι καθισμένη στο τραπέζι. Έχει έναν κατάλογο των καταστημάτων Σίαρς μπροστά της και προσπαθεί να βρει κουρτί- νες για το σπίτι μας. Αλλά έχει ακούσει τη συνομιλία. Κάνει μια γκριμάτσα. «Είναι υποχρεωτικό;» λέει. Τσακίζει τη γωνία της σελίδας και κλείνει τον κατάλογο. Αναστενάζει. «Για όνομα του Θεού, μόνο τον τελευταίο μήνα έχουμε πάει δυο τρεις φορές για φαγητό στο σπίτι της! Θα φύγει επιτέλους καμιά φορά;» Η Τζιλ λέει πάντα αυτό που σκέφτεται. Είναι τριάντα πέντε χρο- νών, έχει τα μαλλιά της κοντά και ζει καλλωπίζοντας σκυλιά. Πριν αρχίσει να κάνει αυτή τη δουλειά, η οποία της αρέσει, ήταν μητέρα και νοικοκυρά. Ύστερα έγινε το έλα να δεις. O πρώτος της άντρας απήγαγε τα δυο της παιδιά και τα πήρε να ζήσουν στην Αυστραλία. O δεύτερος άντρας της, που ήταν αλκοολικός, την παράτησε με

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=