Ελέφαντας

[ 16 ] ΡΕ ΪΜΟΝΤ ΚΑΡΒΕΡ που θα μπορούσες να κάνεις κάτι ήρθε και παρήλθε. Τώρα είναι πια αργά. Ήλπιζα πως θα μ’ άρεσε εδώ. Έλεγα πως θα πηγαίναμε για πικ νικ και βόλτες με το αυτοκίνητο. Αλλά δεν έγινε τίποτε απ ’ αυτά. Εσύ είσαι μονίμως απασχολημένος. Λείπεις συνέχεια στη δουλειά, και εσύ και η Τζιλ. Δεν είσαι ποτέ στο σπίτι. Κι όταν εί- σαι, έχεις το τηλέφωνο κατεβασμένο όλη μέρα. Τέλος πάντων, δεν σε βλέπω ποτέ» είπε. «Αυτό δεν είναι αλήθεια» της απάντησα. Και όντως δεν ήταν. Αλλά εκείνη συνέχισε σαν να μην μ’ άκουσε. Μπορεί και να μην μ’ άκουσε. «Έπειτα είναι κι αυτός ο καιρός» είπε. «Με σκοτώνει. Κάνει ψο- φόκρυο εδώ πέρα. Γιατί δεν μου το ’πες πως ήταν Βόρειος Πόλος; Αν μου το ’λεγες, δεν θα ερχόμουν με τίποτα. Θέλω να ξαναγυρίσω στην Καλιφόρνια, χρυσό μου. Εκεί μπορώ να βγαίνω, να βλέπω κόσμο. Εδώ πού να πάω; Δεν γνωρίζω κανέναν. Στην Καλιφόρνια υπάρχει κόσμος. Εκεί έχω φίλους που ενδιαφέρονται να μάθουν τι γίνομαι. Εδώ κανείς δεν νοιάζεται. Γι’ αυτό παρακαλώ τον Θεό ν’ αντέξω μέχρι τον Ιούνιο. Αν τα καταφέρω μέχρι τότε, αν αντέξω μέχρι τον Ιούνιο, θα φύγω αποδώ μια για πάντα. Σε χειρότερο μέ - ρος δεν έχω ξαναβρεθεί στη ζωή μου». Τι μπορούσα να πω ; Δεν μου κατέβαινε τίποτα. Δεν μπορούσα καν να πω κάτι για τον καιρό. O καιρός κι αν ήταν λεπτό σημείο. Αποχαιρετιστήκαμε και κλείσαμε το τηλέφωνο. Το καλοκαίρι όλος ο άλλος κόσμος κάνει διακοπές, αλλά η μάνα μου μετακομίζει. Άρχισε αυτό το βιολί πριν από χρόνια, αφότου ο πατέρας μου έμεινε άνεργος. Όταν έχασε τη δουλειά του, όταν τον απέλυσαν, πούλησαν το σπίτι τους, λες κι αυτό ήταν το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, κι έφυγαν με την ελπίδα πως εκεί που θα πήγαιναν θα ήταν καλύτερα τα πράγματα. Αλλά δεν ήταν. Oπότε μετακόμισαν ξανά. Μετακόμιζαν συνεχώς. Έμεναν σε νοικιασμέ- να σπίτια, διαμερίσματα, τροχόσπιτα, ακόμα και σε μοτέλ. Με-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=