Ελέφαντας

[ 15 ] Κ ι β ώ τ ι α Όσο για τον σπιτονοικοκύρη της, τον Λάρι Χάντλοκ, βασιλιά Λά- ρι τον ανέβαζε, βασιλιά Λάρι τον κατέβαζε. «Μας παριστάνει τον σπουδαίο επειδή έχει πέντε παράγκες για νοίκιασμα και μερικά ψωροδολάρια! Ανάθεμα την ώρα που βρέθηκε στον δρόμο μου». Μόλις έφτασε, τον Αύγουστο, βρήκε πως έκανε αφόρητη ζέστη και τον Σεπτέμβρη άρχισαν οι βροχές. Έβρεχε σχεδόν κάθε μέρα, βδομάδες ολόκληρες. Τον Oκτώβρη έπιασαν τα κρύα. Nοέμβρη και Δεκέμβρη χιόνιζε. Αλλά πολύ νωρίτερα η μάνα μου είχε αρχί- σει να τρώγεται με το μέρος και τους κατοίκους σε σημείο που δεν άντεχα πια να την ακούω, και της το είπα. Έβαλε τα κλάματα, την αγκάλιασα και πίστεψα πως το πράγμα θα έμενε εκεί. Αλλά μερι- κές μέρες αργότερα άντε πάλι απ ’ την αρχή, τα ίδια και τα ίδια. Τις παραμονές των Χριστουγέννων μού τηλεφώνησε για να μάθει πότε θα περνούσα να της πάω τα δώρα της. Δεν είχε στολίσει δέντρο κι ούτε σκόπευε να στολίσει, μου είπε. Και μετά μου είπε και κάτι άλλο. Αν δεν έφτιαχνε ο καιρός, μου είπε, θα αυτοκτονούσε. «Μην λες ανοησίες» της είπα. «Σοβαρολογώ, αγάπη μου» είπε. «Δεν θέλω να ξαναδώ αυτή την πόλη παρά μονάχα από το φέρετρό μου. Τη μισώ. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και μετακόμισα εδώ πέρα. Καλύτερα να πέθαινα να γλίτωνα». Θυμάμαι που περίμενα στο ακουστικό παρακολουθώντας έναν άντρα ανεβασμένο ψηλά σε μια κολόνα, ο οποίος πάλευε με τη γραμμή του ηλεκτρικού. Χιόνι στροβιλιζόταν γύρω από το κεφάλι του. Εκεί που τον κοίταζα, ο άντρας έσκυψε προς τα έξω· στηριζό- ταν μόνο από τη ζώνη ασφαλείας. Φαντάσου να πέσει, σκέφτηκα. Δεν είχα ιδέα τι θα έλεγα στη συνέχεια. Κάτι έπρεπε να πω . Αλλά με είχαν κατακλύσει ευτελή συναισθήματα, σκέψεις που δεν επι- τρεπόταν να ομολογήσει γιος στη μάνα του. «Είσαι μητέρα μου» είπα τελικά. «Τι να κάνω για να σε βοηθήσω;» «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, αγάπη μου» είπε. «O καιρός

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=