Έλα να με βρεις

Ε Λ Α Ν Α Μ Ε Β Ρ Ε Ι Σ 13 Αιφνιδιάστηκα τόσο πολύ με τον τρυφερό, σχεδόν μεταμε- λημένο τόνο της απάντησής της που έμεινα περισσότερο άφω- νος απ’ ό,τι θα είχα μείνει αν μου είχε πει να πάω να γαμηθώ. «Μπορεί όταν σκέφτομαι να δείχνω μουτρωμένη». «Άρα οι σκέψεις σου είναι χαρούμενες;» «Όχι, ούτε χαρούμενες» απάντησε. Χαμογέλασα, αλλά δεν είπα τίποτα, έχοντας μετανιώσει ήδη για το ρηχό, φλύαρο πατρονάρισμά μου. « Ίσως όμως να έχω και τις μαύρες μου τελικά» πρόσθεσε εκείνη, παραχωρώντας μου έναν πόντο μ’ ένα μαζεμένο γε- λάκι. Εγώ ζήτησα συγγνώμη που ακούστηκα αδιάκριτος. «Δεν υπάρχει λόγος» μου είπε, αναζητώντας με το βλέμμα ήδη τα πρώτα σημάδια της εξοχής έξω από το παράθυρο. Άραγε ήταν Αμερικάνα, ρώτησα. Ναι, ήταν. «Κι εγώ το ίδιο» της είπα. «Το κατάλαβα απ’ την προφορά» πρόσθεσε χαμο- γελώντας. Εξήγησα ότι ζούσα στην Ιταλία εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να ξεφορτωθώ την προφορά. Όταν τη ρώτησα, μου απάντησε ότι είχε εγκα- τασταθεί με τους γονείς της στην Ιταλία όταν ήταν δώδεκα. Πηγαίναμε και οι δύο στη Ρώμη. «Για δουλειά;» ρώτησα. «Όχι, όχι δουλειά. Για τον πατέρα μου. Δεν είναι καλά». Έπειτα, σηκώνοντας τα μάτια σε εμένα: «Πράγμα που ίσως να εξηγεί τα μούτρα, υποθέτω». «Είναι σοβαρά;» «Νομίζω». «Λυπάμαι» είπα. Ανασήκωσε τους ώμους της. «Έτσι είναι η ζωή!» Έπειτα αλλάζοντας τόνο: «Εσύ; Δουλειά ή αναψυχή;».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=