Έλα να με βρεις

A N D R É A C I M A N 16 φωνό της. Ο φίλος της, φυσικά! Ποιος άλλος. Είχα συνηθίσει τόσο πολύ τις συνεχείς παρεμβολές των κινητών τηλεφώνων, που δεν ήταν πια δυνατό να συναντηθώ με φοιτητές για καφέ ή να μιλήσω με τους συναδέλφους μου ή ακόμα και με τον γιο μου χωρίς να εισβάλει ο ήχος ενός κινητού. Το τηλέφωνο που σώζει, το τηλέφωνο που επιβάλλει σιωπή, το τηλέφωνο που σε βάζει σε δεύτερη μοίρα. «Γεια σου, μπαμπά» είπε με το που χτύπησε. Κατάλαβα ότι σήκωσε αμέσως το τηλέφωνο για να εμποδίσει το κου- δούνισμά του να ενοχλήσει και άλλους επιβάτες. Εκείνο ωστό- σο που με εξέπληξε ήταν το πόσο φώναζε μιλώντας στο τη- λέφωνο. «Είναι το ρημαδο-τρένο. Έχει σταματήσει, δεν ξέρω για πόσο, αλλά δεν πρέπει να κάνει πάνω από δίωρο. Τα λέμε σύντομα». Ο πατέρας της τη ρωτούσε για κάτι. «Φυσικά το έκανα, γεροξεκούτη, πώς να το ξεχάσω». Τη ρώτησε κάτι άλλο. «Κι αυτό επίσης». Σιωπή. «Κι εγώ. Πολύ, πολύ». Έκλεισε το τηλέφωνο και το πέταξε στο σακίδιο, σαν να έλεγε: Δεν θα μας ξαναδιακόψουν . Μου χαμογέλασε αμήχανα. «Γονείς» είπε τελικά, εννοώντας: παντού τα ίδια, έτσι δεν είναι; Μετά όμως εξήγησε. «Τον βλέπω κάθε Σαββατοκύριακο –είμαι η υπεύθυνη του γουικέντ– τα αδέλφια μου και η κυρία που τον βοηθάει τον φροντίζουν τις καθημερινές». Προτού μου δώσει την ευκαιρία να πω κουβέντα, με ρώτησε: «Λοιπόν, καλλωπίστηκες για το αποψινό γεγονός;». Τι τρόπος να σχολιάσει αυτά που φορούσα! «Δηλαδή δείχνω καλλωπισμένος; » της απάντησα, επιστρέφοντάς της τη λέξη στ’ αστεία, ώστε να μη νομίσει ότι γύρευα κομπλιμέντα. «Ε, το μαντιλάκι στην τσέπη, το καλοσιδερωμένο πουκά- μισο, όχι γραβάτα, αλλά μανικετόκουμπα παρ’ όλα αυτά; Θα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=