Η εκδίκηση

19 Η Ε Κ Δ Ι Κ Η Σ Η κάποτε. Έχει έναν ωραίο σταυρό σκαλισμένο στην μπροστινή πόρτα». Ο καπετάνιος δεν φάνηκε να τον πιστεύει. «Σε ποιον άλλο εκτός από σας ανήκει το σπίτι;» Είχε σμίξει τα φρύδια του σαν να υποψιαζόταν ότι το είχαν αποκτήσει με παράνομα μέσα. «Σε κανέναν» απάντησε ο Κάρδαρ, συνοφρυωμένος επίσης. «Το αγοράσαμε από κάποιον που πέθανε πριν προλάβει να το ανακαινίσει». Ο καπετάνιος τράβηξε απότομα το σκοινί της βάρκας και πήδηξε στην αποβάθρα κοντά τους. «Για να ξεκαθαρίσουμε τι τρέχει εδώ» είπε. «Ξέρω τα σπίτια του χωριού ένα προς ένα και όλα έχουν πάνω από έναν ιδιοκτήτη, συνήθως αδέλφια, παιδιά ή κληρονόμους. Δεν υπάρχει ούτε ένα που να ανήκει μόνο σε ένα άτομο». Σκούπισε τις παλάμες του στο παντελό- νι του. «Δεν γίνεται να σας αφήσω εδώ αν δεν σιγουρευτώ πρώτα ότι έχετε κάπου να μείνετε και δεν σας τάισαν φούμα- ρα». Ξεκίνησε να προχωρά κατά μήκος της προβλήτας. «Για πάμε πάνω στην κορυφή της παραλίας να μου δείξετε το σπί- τι. Εκεί δεν θα μας στραβώνουν τα φώτα της βάρκας και θα μπορέσουμε να το δούμε». Συνέχισε φουριόζος και οι άλλοι δύο ακολούθησαν, βαδίζο- ντας με πολύ μεγαλύτερα βήματα απ’ ό,τι ήταν συνηθισμένοι, για να προλάβουν τον γεροδεμένο ναυτικό που ανηφόριζε με άνετες δρασκελιές παρά το μικρό του μπόι. Σταμάτησε τόσο απότομα όσο είχε ξεκινήσει και λίγο έλειψε να πέσουν πάνω του. Είχαν φτάσει εκεί όπου καθόταν η Λιβ, μόνη μες στη μιζέ- ρια της, αν και φαινόταν να είχε ξαναβρεί λιγάκι το χρώμα της. «Σταμάτησα να κάνω εμετό». Η Λιβ δοκίμασε να χαμογε- λάσει χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. «Έχω ξεπαγιάσει εδώ. Πότε θα πάμε κάπου μέσα;» «Σύντομα». Ο Κάρδαρ ήταν ασυνήθιστα απότομος και προ- φανώς το μετάνιωσε, γιατί αμέσως πρόσθεσε σε πολύ πιο ήπιο τόνο: «Κάνε λίγη υπομονή ακόμα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=