Είμαστε και οι πρώτοι

ΓΙΡΓΚΕΝ ΜΠΑΝΣΕΡΟΥΣ 16 | γύρω από το τραπέζι και τρώνε το πρωινό τους. Καμιά δε μιλάει. Κανονικά χαίρομαι όταν το βουλώνουν. Είναι κά- τι που συμβαίνει σπάνια. Αλλά τώρα για κάποιον ανεξή- γητο λόγο δε μου αρέσει. Μπορεί να ’χει δίκιο η Μπόνι που με λέει παράξενο. «Έγινε τίποτα;» ρωτάω, κόβοντας –όπως κάθε πρωί– μια άγουρη, σχεδόν πράσινη ακόμη μπανάνα μέσα στα δημητριακά μου. Η Μπέτι με παρακολουθεί με σιχασιά – κι αυτό μου φτιάχνει το κέφι. Προσθέτω μισό λίτρο γά- λα στο μπολ μου κι αρχίζω να τρώω. «Λοιπόν;» Καμία απάντηση. «Έγινε τίποτα και δεν το ξέρω;» επιμένω. Σιωπή. «Θα μείνει η Μπέτι στην ίδια τάξη;» Οι αδερφές μου κουνάνε τα κεφάλια. Η Μπέτι μού βγάζει τη γλώσσα. «Μη χασομεράς» λέει η μαμά και μου γεμίζει το φλι- τζάνι με ζεστό κακάο. «Θα το κουβεντιάσουμε το βράδυ. Εντάξει;» Στον δρόμο για το σχολείο, μέσα στο αυτοκίνητο, βουβα- μάρα. Αυτό δε συμβαίνει ποτέ – το πολύ πολύ καμιά φορά έπειτα από πολλές ώρες ταξίδι, στις διακοπές ας πούμε, όταν όλοι είμαστε ψόφιοι στην κούραση. Εγώ κατεβαίνω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=