Είμαι όσα έχω ξεχάσει

14 ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ Ξάνθου, ένα από τα πιο μοναχικά πάρκα της Γλυφάδας. Ο πα- τέρας του, είπε, έδειχνε πολύ ήρεμος, κοίταζε την παιδική χαρά, το χαλίκι γύρω από τα πόδια του, τους περήφανους ευκάλυ- πτους. Κοίταζε αχόρταγα, όπως και όταν ζούσε, λες κι έβλεπε τον κόσμο γύρω του για πρώτη φορά. Με το που ξύπνησε, το όνειρο χάθηκε και του ήρθε ξανά εκείνη η νύχτα· η νύχτα που έφεραν σπίτι τον πατέρα του ξαπλωμένο πάνω σε μια πόρτα. Η μητέρα μου του συνέστησε κάπως επιτακτικά να πάρει ένα χάπι για να ηρεμήσει. Ο πατέρας μου δεν άκουσε ή προ- σποιήθηκε ότι δεν άκουσε τι του έλεγε και αμέσως μετά, χωρίς διακοπή, τη ρώτησε–με μια αγωνία τώρα–αν ποτέ τής είχε πει πόσες φορές στη ζωή του είχε σκεφτεί να πάει να τον βρει· να πάει ναβρει αυτόνπου το έκανε, τον άνθρωποπου σκότωσε τον πατέρα του. Να πάει να τον πιάσει και να του ζητήσει τον λόγο. Αυτό μου το έχεις ξαναπεί, άκουσα τώρα τη μητέρα μου να ψιθυρίζει κουρασμένα. Δεν το έκανες ποτέ όμως, πρόσθεσε έπειτα από μια παύση. Όχι, ήταν αλήθεια, δεν το είχε κάνει και τώρα το είχε βάρος στη συνείδησή του, όταν έβλεπε τέτοια πράγματα στον ύπνο του. Από τότε που αρρώστησε, είπε, είναι σαν να επιστρέφουν όλα, κι εκείνος είναι πάλι όπως τότε, δεκαπέντε χρονών παιδί. Για λίγο δεν μίλησε κανένας, ίσως κάποιος από τους δύο να αναστέναξε βαριά – μάλλον η μητέρα μου, αλλά δεν είμαι βέβαιος. Κάποτε άκουσα τον πατέρα μου να λέει – μάλλον να αναρωτιέται: Kαι τι νόημα θα είχε; Θα είχε κανένα νόημα να κάνει κάτι τέτοιο; Να πάει να βρει αυτόν που σκότωσε τον πατέρα του; Και τι θα του έλεγε;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=