Είμαι όσα έχω ξεχάσει

Hταν τη μακρινή εκείνη εποχή που ξενυχτούσα. Γύρι- ζα σπίτι στις τέσσερις και στις πέντε το πρωί κι έβρισκα τον πατέρα μου στο καθιστικό της κουζίνας να ξημερώνεται λύ- νοντας σταυρόλεξα. Στα είκοσί μου, με εντυπωσίαζε το ότι ένας άνθρωπος μπορεί να ξυπνά μέσα στη νύχτα και να μην μπορεί μετά να ξανακοιμηθεί. Κάποτε τον ρώτησα γιατί είναι συνεχώς ξύπνιος τέτοια ώρα, γιατί δεν προσπαθεί να ξανακοι- μηθεί. Μου απάντησε ότι δεν μπορούσε και όταν τον ρώτησα γιατί δεν μπορούσε, μου είπε ότι φοβόταν. Φοβόταν πως ένα χέρι θα έρθει μέσα στο σκοτάδι και θα τον αρπάξει. Χέρι; Τι χέρι; τον ρώτησα έκπληκτος και τότε εκείνος, με το θλιμμένο χαμόγελο του ανθρώπου που μοιάζει να ενδίδει οριστικά στην παραίτηση, μου απάντησε: το χέρι του πατέρα μου. Αυτό ήταν το πρώτο ίχνος; Όχι, δεν ήταν αυτό. Κάτι άλλο είχε προηγηθεί. Κάτι που είχα κρυφακούσει, κουκουλωμένος κάτω από τα σκεπάσματά μου έφηβος, κάπου ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο. Ήταν νωρίς έναπρωί και τους άκουσα από την κρεβατοκάμαρά τους να συζητούν ξαπλωμένοι, τον πατέρα μου να διηγείται ένα νυχτερινό του όνειρο στημητέρα μου. Είχε ονειρευτεί τον πατέρα του, είπε. Χρόνια είχε να τον δει στον ύπνο του και, ένα παράξενο πράγμα, τον είδε καθισμένο στο παγκάκι του πάρκου που βρίσκεται στη συμβολή Οινόης και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=