Εφτά χρόνια σκοτάδι

1 Έ να μαύρο βαν κινούμενο με μεγάλη ταχύτητα σταμάτησε μπροστά στο φαρμακείο. Ένας άντρας που φορούσε ρέι- μπαν γυαλιά κατέβηκε από τη θέση του οδηγού και μπήκε στο φαρμακείο. Εγώ ήμουν έτοιμος να φάω ράμιον. Ήταν τρεις το μεσημέρι και θα έτρωγα καθυστερημένα το μεσημεριανό μου. Μόλις είχα τελειώσει το καθάρισμα και πεινούσα. Δεν μπορού- σα όμως να μη σηκωθώ. «Μικρέ, να σε ρωτήσω κάτι;» είπε ο άντρας βγάζοντας τα γυαλιά του. Το βλέμμα του για μια στιγμή έπεσε στο κοντοκου- ρεμένο κεφάλι μου και παρέμεινε εκεί. Ήταν σαν να ρωτούσε Είσαι μαθητής, έτσι δεν είναι; Στήριξα τα ξυλάκια μου στο μπολ. Ρώτα με επιτέλους. «Προς τα πού πέφτει το χωριό Φάρος; Δεν γράφει τίποτα σ’ αυτή την πινακίδα». Ο άντρας κρατώντας τα γυαλιά του στο χέρι έδειξε προς τη διασταύρωση που βρισκόταν δίπλα στο φαρμακείο. Το δικό μου βλέμμα έπεσε πάνω στο αυτοκίνητό του. Ήταν μεγάλο, έδειχνε απειλητικό και με μεγάλη ισχύ. Ήταν Σεβρολέτ άραγε; «Μικρέ, δεν ξέρεις το χωριό Φάρος;» Αν μου έπεφτε λόγος, θα του έλεγα ότι δεν ήμουν μαθητής. Δούλευα σε ένα φαρμακείο και ο φαρμακοποιός μου απευθυ- νόταν αποκαλώντας με «νεαρέ Τσε». Παρόλο που δεν ήμουν μαθητής και έπρεπε να δουλεύω, δεν με εκνεύριζε το γεγονός

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=