Εφτά χρόνια σκοτάδι

Ε Φ Τ Α Χ Ρ Ο Ν Ι Α Σ Κ Ο Τ Α Δ Ι 35 στόμα μου τις πίεζα με το δάχτυλό μου για να τις ξαναβάλω μέσα και τις κατάπινα. Με τα μάτια μου μετρούσα τους γλάρους που στο φως του δειλινού βουτούσαν με φόρα στο νερό, τις ψαρόβαρκες που πηγαινοέρχονταν, τις γάτες που όπως κι εγώ δεν είχαν τίποτα να κάνουν. Στο τέλος ήρθε η νύχτα. Ήταν η ώρα να επιστρέψω στο γλυκό μας σπίτι, το δωμάτιο στο μοτέλ Ρόδο που είχαμε νοικιάσει ο κύριος Αν κι εγώ σε ένα δρομάκι στο τέλος της αποβάθρας. Εκείνη τη μέρα εξέφρασα για πρώτη φορά τις προθέσεις μου στον κύριο Αν. Του είπα ότι σκόπευα να παρατήσω το σχολείο. Πίστευα ότι, αν σταματούσα το σχολείο και αλλάζαμε κατοικία, το ιστορικό μου θα ξεχνιόταν. Ο κύριος Αν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Σηκώνω τα χέρια ψηλά». Μου ζήτησε να μην παραιτηθώ από τον κόσμο, τη ζωή, το σχολείο, τα πάντα. «Τα πράγματα θα καλυτερεύσουν όταν μπεις στο πανεπι- στήμιο». Κόντεψα να βάλω τα γέλια. Πανεπιστήμιο! Αυτό φάνταζε σαν όνειρο. Τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο; Η ζωή μου είχε ήδη τελειώσει τη νύχτα που βγήκα από τη φάρμα του χωριού Σε- ριονγκ. Κάποιος είχε βάλει στη μέση του μετώπου μου ένα με- ταλλικό κέρατο που το έλεγαν αμάρτημα και εξαιτίας μου ο κύριος Αν περιπλανιόταν από μέρος σε μέρος. Το μαγκαζίνο της Κυριακής δεν θα με άφηνε ήσυχο. Όπως και να είχε, η κατάστα- ση δεν θα άλλαζε. Ούτε η ζωή μου θα άλλαζε. Υπήρχε λόγος να μην παραιτηθώ; Η επιθυμία μου ήταν μόνο μία. «Μακάρι να μπορούσα να κρυφτώ σε μια ήσυχη παραλία και να ζήσω εκεί». Και πάλι ο κύριος Αν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Το βλέμμα του κυρίου Αν μου έλεγε ότι δεν θα σεβόταν την επιθυ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=