Εφτά χρόνια σκοτάδι

Ε Φ Τ Α Χ Ρ Ο Ν Ι Α Σ Κ Ο Τ Α Δ Ι 25 ελαφρύ φθινοπωρινό μπουφάν. Το τζιν μου ήταν τόσο κοντό που φαίνονταν οι αστράγαλοί μου. Τα αθλητικά μου παπούτσια ήταν τόσο μικρά που τα φορούσα πατώντας τις φτέρνες τους για να μου χωρέσουν. Δεν είχα φάει τίποτα όλη τη μέρα και πεινούσα. Είχα μαζί μου μόνο ένα κέρμα των εκατό γουόν και υπήρχε μόνο ένα νούμερο που δεν είχα δοκιμάσει να καλέσω. Ήταν ο αριθμός του κινητού του κυρίου Αν που είχε σπάσει ο μικρότε- ρος αδελφός του πατέρα μου. Δεν είχε νόημα να καλέσω εκείνο το νούμερο. Αφού δεν υπήρχε το κινητό, δεν θα υπήρχε ούτε άνθρωπος για να απαντήσει. Ο λόγος που κρατούσα ακόμη το ακουστικό ήταν επειδή αισθάνθηκα μια αμυδρή προσδοκία. Εάν ο κύριος Αν είχε αγοράσει καινούργιο τηλέφωνο και είχε κρα- τήσει τον ίδιο αριθμό, τότε... Το τηλέφωνο καλούσε. Μετά από λίγο ακούστηκε μια φωνή αργή αλλά ταυτόχρονα καθαρή. «Παρακαλώ;» Ήταν ο κύριος Αν. Αναγνώρισα τη φωνή του αμέσως. Πώς θα μπορούσα να μην την αναγνωρίσω; Δεν την είχα ξεχάσει ούτε για ένα λεπτό. Ο λαιμός μου σφίχτηκε και δεν έβγαινε φωνή, σαν να υπήρχε ένας τάφος μέσα στον λαιμό μου. Ο κύριος Αν δεν έκλεισε το τηλέφωνο. Ρώτησε μονάχα επίμονα. «Παρακαλώ; Ποιος είστε;» «Εγώ είμαι». Η φωνή μου μόλις που ακουγόταν. Αυτή τη φορά στην άλλη άκρη της γραμμής επικράτησε σιωπή. Πήρα το θάρρος και πρό- σθεσα: «Ο συγκάτοικός σας». Μου φάνηκε ότι κράτησε μια αιωνιότητα. Σε μία ώρα το μοβ βαν, αφού έτρεξε τρυπώντας τη χιονοθύελλα, ήρθε και στάθηκε μπροστά μου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=