Εφτά χρόνια σκοτάδι

Ε Φ Τ Α Χ Ρ Ο Ν Ι Α Σ Κ Ο Τ Α Δ Ι 23 ζοντάς της «Πάρ’ τον και φύγετε!». Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να ξεχάσω τα λόγια του άντρα της που ακούστηκαν από την κρεβατοκάμαρα τη νύχτα πριν φύγω από το σπίτι τους. «Τον έχεις αντικρίσει ποτέ σου στα μάτια; Τον έχεις δει ποτέ να κλαίει; Το βλέμμα του είναι ίδιο είτε τον βρίζεις είτε τον χτυπάς. Κοιτάζει ανέκφραστος. Τρελαίνει άνθρωπο. Αυτά τα μάτια δεν είναι ενός παιδιού. Από τον τρόπο που κοιτάζει είμαι σίγουρος ότι θα προκαλέσει μεγάλους μπελάδες. Δεν μπο- ρώ να τον κρατήσω άλλο εδώ γιατί τον φοβάμαι. Αύριο στείλ’ τον στον αδελφό σου». Το πρωί της 1ης Ιανουαρίου είχε χιονοθύελλα κι εγώ συμπλή- ρωνα τρεις μήνες στο σπίτι του θείου μου. Την ώρα που έβγαι- να από το σπίτι κρατώντας τη βαλίτσα, εκείνος μου έδωσε δυο χιλιάρικα. «Ξέρεις τον δρόμο για το σπίτι του θείου σου στο Σαν-μπον, έτσι δεν είναι;» Είχα μάθει απέξω τη διεύθυνση και έτσι με κάποιον τρόπο θα μπορούσα να το βρω. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά ως απάντηση. Μου ζήτησε συγγνώμη που δεν μπορούσε να με πάει μέχρι εκεί. Εκείνη την ημέρα ο θείος μου επρόκειτο να μετακομίσει. Δεν μου έδωσε τη διεύθυνση του καινούργιου του σπιτιού. Πέρασα τη σάκα μου στην πλάτη, κράτησα τη βαλίτσα με τα ρούχα, φόρεσα το καπέλο μου και βγήκα από το συγκρό- τημα πολυκατοικιών. Ο άνεμος ξύριζε. Εξαιτίας του χιονιού που έπεφτε όλη τη νύχτα, οι δρόμοι γλιστρούσαν. Τα χέρια μου πονούσαν από το κρύο, η άκρη της μύτης μου πονούσε σαν να είχα φάει μπουνιά. Ακόμα κι έτσι, δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω. Μισούσα να παρακαλάω για να παραμείνω μόνιμα σε ένα σπί- τι. Δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι στο οποίο ήθελα να ζήσω για πάντα. Σκέφτηκα και πάλι τον κύριο Αν. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να το μάθω, αλλά οι συγγενείς

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=