Όταν έφυγαν τ' αγάλματα

ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΑΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ | 153 »“Να θυμάσαι, τρίτο πλακάκι αριστερά, μπροστά από το κατώφλι της κουζίνας” είπα στην αδερφή μου. “ Όταν θα γυρίσουμε, θα τα βγάλουμε να παίξεις με όλα, ναι;” »Κι εκείνη συμφώνησε. Και φύγαμε. Κι απέμειναν εκεί τα γυάλινα παιχνίδια κρυμμένα. Και κρατούσε στο ένα χέρι τη γυάλινη μαϊμού κι εγώ της κρατούσα την κούκλα της. Ναι, εκείνη που είναι στο κομοδίνο μου χρόνια τώρα. »“Μην κλαις, μαϊμού. Μην κλαις, μαϊμού, και σ’ αγα­ πάει η Ντουντού” την άκουγα να ψιθυρίζει σ’ όλο τον δρόμο πάνω στο κάρο. »Ντουντού με φώναζαν χαϊδευτικά όταν ήμουν μικρή. Ντουντού στα τούρκικα σημαίνει κάτι σαν μικρή κυρία, νομίζω. Και μου έμεινε. Ακόμα κι όταν μεγάλωσα με φώ­ ναζαν έτσι καμιά φορά οι γονείς μου. Κι όταν η Αγγέλα άρχισε να μιλάει, έτσι με φώναζε. Κι ας ήμουν πλέον μεγάλη. Την περνούσα κοντά δώδεκα χρόνια. »“Ντουντού” μου φαίνεται πως άκουγα παντού γύρω μου, όταν ξαφνικά βρέθηκα στριμωγμένη σε μια βάρκα. Μέσα στον πανικό να προλάβουμε να μπούμε στις βάρκες είχα χάσει και την Αγγέλα και τη μάνα. Ήταν δίπλα μου στο λιμάνι, αλλά όταν με τα πολλά μπήκα στη βάρκα δεν τις έβλεπα πουθενά ανάμεσά μας. “Αγγελάκι” με θυμάμαι να ουρλιάζω. Αλλά γύρω μου ούρλιαζαν τόσοι πολλοί. Έκλαιγαν και θρηνούσαν τόσοι. Θα την έχει η μάνα στον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=