Όταν έφυγαν τ' αγάλματα

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΑΡΛΑΣΗ 152 | »“Φυσικά και να πάρεις. Κάμε γρήγορα μόνο”. »Κι εκείνο το καημένο το μικράκι κοιτούσε θλιμμένα και δεν ήξερε ποιο να διαλέξει. »Της έδωσα το πρώτο που έπιασα από το σερβάν και της είπα να μη χασομεράει. Η μικρή όμως είχε πεισμώσει κι ήθελε να πάρει κι άλλα, δεν ήξερε ποιο να διαλέξει, δεν ήθελε να διαλέξει, δεν μπορούσε. Θύμωσα. Δεν είχαμε ώρα για ανόητα παιδιαρίσματα. Έβαλε τα κλάματα. Στύ­ λωσε τα πόδια της. Είπε πως δε θα πήγαινε πουθενά. »Κι η μάνα από κάτω ούρλιαζε να βιαστούμε και τα άλογα χλιμίντριζαν και κάπου από μακριά ακούγονταν φωνές, κλάματα, ουρλιαχτά, πυροβολισμοί. »“ Έλα, μην κλαις κι εγώ θα σ’ τα κρύψω, όταν γυρίσου­ με να έρθεις να τα βρεις να παίξεις” με θυμάμαι να της λέω αυθόρμητα, χωρίς να το καλοσκεφτώ, για να την πείσω να συμβιβαστεί. Δεν είχαμε χρόνο για πείσματα. Πήγα στον διάδρομο, τρίτο πλακάκι αριστερά, μπροστά από την πόρ­ τα της κουζίνας. Ένα πλακάκι σπασμένο στη μια του άκρη. Από κάτω το πάτωμα κούφιο. Ήταν η κρυψώνα για τα μυ­ στικά των παιδιών εκείνου του σπιτιού. Ανασήκωσα το πλακάκι. Κι έβαλα εκεί μέσα ένα ένα όλα εκείνα τα γυά­ λινα παιχνίδια των παιδικών μας χρόνων. Τα παιχνίδια ενός παιδιού που δεν πρόλαβε να παίξει μαζί τους. Κι όλα χω­ ρέσανε. Εκτός από εκείνη τη μικρή μαϊμού. Εκείνη περίσ­ σεψε. Έβαλα και πάλι το πλακάκι στη θέση του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=