Όταν έφυγαν τ' αγάλματα

ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΑΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ | 151 καθημερινού δωματίου. Και ήταν λες κι εκείνο το διάφα­ νο γυαλί απ’ το οποίο ήταν καμωμένα να μάγευε. Να μά­ γευε κάθε παιδί που μεγάλωνε σ’ εκείνο το σπίτι ή κάθε παιδί που ερχόταν επισκέπτης. Όλα ήθελαν να παίξουν με εκείνα τα γυάλινα παιχνίδια. »Κι η μάνα τα έβγαζε προσεκτικά ένα ένα και μας τα έδινε. Και μετά, όταν τελείωνε το παιχνίδι, τα έβαζε και πάλι στη θέση τους. Κάποτε όταν ήμουν μικρή έπαιζα εγώ μαζί τους. Αργότερα ο αδερφός μου ο Μιχάλης. Τώρα είχε έρθει η σειρά της μικρής Αγγέλας. »Ήταν πλέον αρκετά μεγάλη για να μην υπάρχει φόβος να τα σπάσει. Όλο και κάποιο παιδί, όσο προσεκτικό και να ’ταν… ε, όλο και κάποιο θα έσπαγε. Γι’ αυτό και με τα χρόνια τα παιχνιδάκια είχαν λιγοστέψει. Η μικρή μου αδερφή δεν είχε προλάβει να τα χαρεί. Λίγες οι φορές που την είχαν αφήσει ως τότε. Η παράδοση ήθελε να παίζου­ με μαζί τους απ’ όταν γινόμασταν έξι χρονών. Κι εκείνη είχε μόλις πριν από έναν μήνα γίνει έξι. Δε θα προλάβαινε, λοιπόν, να παίξει και τώρα έπρεπε να φύγουμε από το σπίτι. Έρχονταν οι εχθροί. Αλλά εκείνης εκεί, στα γυάλι­ να παιχνίδια, το μυαλό της. Το παράπονό της. »“Να τα πάρω μαζί μου, Ντουντού;” με ρώτησε κλα­ μένη. »Κι εγώ της είπα πως δεν είχαμε χώρο. »“Να πάρω έστω ένα;”

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=