Όταν έφυγαν τ' αγάλματα

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΑΡΛΑΣΗ 150 | μαζί μας ό,τι τύχαινε ή ό,τι μπορεί και να μας χρειαζόταν. Λίγα ρούχα, τα στέφανα του γάμου της μάνας, την εικόνα της Παναγιάς, τα χαρτιά μας. Κοσμήματα και φλουριά. »Μπαινόβγαινα ταραγμένη κι εγώ ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα πράγματα γύρωμου∙ οι καρέκλες, τα βάζα με τα λουλούδια που ήθελε άλλαγμα το νερό τους, τα κεντημένα μαξιλαράκια που κάθε πρωί τα χτυπούσα μαλακά ν’ αφρα­ τέψουν. Αποχαιρετούσα το σπίτι βουβά. Από τα πόμολα μέχρι το πιάνο, χαϊδεύοντας τριγύρωπαντού με το βλέμμα. Δεν ήταν τα πράγματα που με ένοιαζαν. Ήταν η φιλόξενη θαλπωρή τους, η συντροφιά κι οι αναμνήσεις μας που είχαν ακουμπήσει απλόχερα πάνω τους». Έκανε μια παύση. Άφησε έναν μικρό αναστεναγμό. Έβαλε το τυλιγμένο βαζάκι στο κιβώτιο. Πήρε ένα ακόμα φύλλο εφημερίδας. «Τότε, θυμάμαι, ήρθε η μικρή μου αδερφή, η Αγγέλα. Ήταν μόλις έξι χρονών. Τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Μ’ έπιασε από το χέρι και με πήγε στο σερβάν, μπροστά από τα γυάλινα παιχνίδια. Ποιος να ’ξερε άραγε από ποιον και πότε αγορασμένα. Ίσως κάποτε πολύ παλιά σε κάποιο πα­ ζάρι. Θυμάμαι ήταν ένα σκυλάκι, μια γάτα, ένα κορίτσι, ένα αγόρι, μια μαϊμού, ένα άλογο, ένας κύκνος. »Από τότε που ήμουν κι εγώ μικρό παιδί θυμάμαι πως εκείνα τα γυάλινα αγαλματάκια βρίσκονταν πάντοτε αρα­ διασμένα όμορφα πάνω στη δεξιά άκρη στο σερβάν του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=